QR Code
https://iclfi.org/pubs/obol/8/parakmi
Μεταφράστηκε από The Breakdown of U.S. Hegemony and the Struggle for Workers Power (Αγγλικά), Spartacist (English edition) Τεύχος 68

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Το ακόλουθο κείμενο εγκρίθηκε από το Όγδοο Διεθνές Συνέδριο της Διεθνούς Κομμουνιστικής Ένωσης.

Από κάθε άποψη, τα 30 χρόνια που ακολούθησαν την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης ήταν χρόνια σχετικής σταθερότητας στην κλίμακα της παγκόσμιας ιστορίας. Η περίοδος είχε τις κρίσεις και τις αιματηρές συγκρούσεις της, αλλά ήταν μάλλον η εξαίρεση παρά ο κανόνας και ήταν ήπιες σε σύγκριση με τις αναταραχές του 20ού αιώνα. Οι ένοπλες συγκρούσεις ήταν μικρότερης έντασης, το βιοτικό επίπεδο εκατομμυρίων ανθρώπων βελτιώθηκε και σε πολλά μέρη του κόσμου υπήρξε κοινωνική φιλελευθεροποίηση. Πώς ήταν αυτό δυνατό στον απόηχο της καταστροφής της ΕΣΣΔ, μιας καταστροφικής ήττας για τη διεθνή εργατική τάξη;

Η ιμπεριαλιστική άρχουσα τάξη και οι συκοφάντες της διακήρυξαν ότι αυτές οι εξελίξεις απέδειξαν αποφασιστικά την ανωτερότητα του φιλελεύθερου καπιταλισμού των ΗΠΑ έναντι του κομμουνισμού. Ποια ήταν η απάντηση από εκείνους που διεκδικούσαν τον Μαρξιστικό μανδύα; Το Κομμουνιστικό Κόμμα Κίνας (ΚΚΚ) έγινε ο σημαιοφόρος της οικονομικής παγκοσμιοποίησης, κερδίζοντας την εύνοια του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου (ΠΟΕ) και υποβιβάζοντας τον σοσιαλισμό σε καθαρά τελετουργικούς σκοπούς. Πολλοί Σταλινικοί φιλικά προσκείμενοι προς τη Μόσχα απλά διαλύθηκαν. Όσο για τις Τροτσκιστικές ομάδες, κυνήγησαν τα φιλελεύθερα κινήματα κατά του πολέμου, της λιτότητας και του ρατσισμού, αδυνατώντας να δικαιολογήσουν την ανάγκη για ένα επαναστατικό κόμμα. Ενώ κάποιοι «Μαρξιστές» συνέχισαν να κηρύττουν τον σοσιαλισμό για το μέλλον, κανένας δεν οικοδόμησε μια επαναστατική εναντίωση στην θριαμβολογία του φιλελευθερισμού.

Σήμερα ο άνεμος έχει φύγει από τα πανιά του φιλελευθερισμού. Η πανδημία του Covid-­19 και ο πόλεμος στην Ουκρανία σηματοδότησαν ένα σημείο καμπής στην παγκόσμια κατάσταση. Η κρίση γίνεται ο κανόνας και η σταθερότητα η εξαίρεση. Καθώς η ηγεμονία των ΗΠΑ απειλείται και όλοι οι παράγοντες που ευνόη­σαν τη σταθερότητα ξηλώνονται, ελάχιστοι έχουν την ψευδαίσθηση ότι ο δρόμος μπροστά θα είναι ομαλός. Ενώ ο φιλελευθερισμός έχει ακόμα τους υπερασπιστές του – και αρκετούς στο εργατικό κίνημα – δεν έχουν πλέον αυτοπεποίθηση ούτε είναι στην επίθεση αλλά είναι υστερικοί και αντιδρούν καθώς νιώθουν το έδαφος να χάνεται κάτω από τα πόδια τους. Ο φιλελευθερισμός αντιμετωπίζει τώρα πραγματικούς αμφισβητίες, από τον δεξιό και αριστερό λαϊκισμό, τον ισλαμισμό και τον ινδουιστικό εθνικισμό μέχρι τον κινεζικό Σταλινισμό. Οι ίδιοι οι φιλελεύθεροι αλληλοσπαράσσονται για τα κριτήρια της πολιτικής ορθότητας και τις πολιτικές ταυτότητας. Αλλά καθώς τα σύννεφα μαζεύονται και ο αμερικανικός ιμπεριαλισμός και οι σύμμαχοί του προσπαθούν να ανακτήσουν την πρωτοβουλία των κινήσεων, η πρωτοπορία του προλεταριάτου παραμένει αποδιοργανωμένη και αποπροσανατολισμένη.

Ο αγώνας για τη ρήξη του εργατικού κινήματος με τον οπορτουνισμό, που ξεκίνησε ο Λένιν και συνέχισε ο Τρότσκι, πρέπει να αναληφθεί για άλλη μια φορά, εφαρμοσμένος στα καθήκοντα και τη δυναμική του σημερινού κόσμου. Το Όγδοο Διεθνές Συνέδριο της ΔΚΕ και το παρόν έγγραφο επιδιώκουν να παράσχουν τα θεμέλια για αυτόν τον αγώνα μέσω της κριτικής της θριαμβολογίας του φιλελευθερισμού της μετασοβιετικής περιόδου και της σκιαγράφησης ορισμένων βασικών στοιχείων ανάλυσης και προγράμματος για τη σημερινή νέα εποχή που χαρακτηρίζεται από την παρακμή της ηγεμονίας των ΗΠΑ. Καθώς η εργατική τάξη του κόσμου αντιμετωπίζει καταστροφές και συγκρούσεις, υπάρχει η επείγουσα ανάγκη περισσότερο από ποτέ για ένα επαναστατικό διεθνές κόμμα της πρωτοπορίας ικανό να οδηγήσει την εργατική τάξη στην εξουσία.

I. Η ΠΡΟΕΛΕΥΣΗ ΤΟΥ ΜΟΝΟΠΟΛΙΚΟΥ ΚΟΣΜΟΥ

Οι Ηνωμένες Πολιτείες βγήκαν από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο ως ο αδιαμφισβήτητος ηγέτης του καπιταλιστικού κόσμου. Η εγχώρια οικονομία τους αντιπροσώπευε το 50 τοις εκατό του παγκόσμιου ΑΕΠ. Κατείχαν το 80 τοις εκατό των παγκόσμιων αποθεμάτων σκληρού νομίσματος, είχαν τον ισχυρότερο στρατό και ήταν ο κύριος πιστωτής του κόσμου. Χρησιμοποίη­σαν αυτή την κυριαρχία για να αναδιαμορφώσουν τη διεθνή τάξη πραγμάτων. Το σύστημα Μπρέτον Γουντς καθιέρωσε το δολάριο των ΗΠΑ ως παγκόσμιο αποθεματικό νόμισμα και δημιουργήθηκε μια ολόκληρη σειρά θεσμών (ΟΗΕ, ΔΝΤ, Παγκόσμια Τράπεζα, ΝΑΤΟ) για να εδραιώσει την κυριαρχία των ΗΠΑ και να θέσει τα θεμέλια μιας φιλελεύθερης καπιταλιστικής παγκόσμιας τάξης πραγμάτων.

Παρά τη συντριπτική οικονομική δύναμη των ΗΠΑ, η ΕΣΣΔ αποτελούσε ένα σημαντικό αντίβαρο. Ο Κόκκινος Στρατός ήταν μια τρομερή δύναμη και ο έλεγχός του εκτεινόταν σε όλη την Ανατολική Ευρώπη. Παρά τις προσπάθειες του Στάλιν να εξασφαλίσει μια διαρκή συμφωνία με τον αμερικανικό ιμπεριαλισμό, καμία συμφωνία δεν ήταν δυνατή. Η ίδια η ύπαρξη και η δύναμη της Σοβιετικής Ένωσης αποτελούσε πρόκληση για την κυριαρχία του αμερικανικού καπιταλισμού. Σε όλο τον κόσμο, οι αντιαποικιακοί αγώνες βρίσκονταν σε πλήρη εξέλιξη και οι αντιιμπεριαλιστικές δυνάμεις προσέβλεπαν στην ΕΣΣΔ για πολιτική και στρατιωτική υποστήριξη. Η νικηφόρα Κινεζική Επανάσταση του 1949 αύξησε περαιτέρω το βάρος του μη καπιταλιστικού κόσμου, δημιουργώντας υστερία και πανικό στις ΗΠΑ. Ο κόσμος ήταν ουσιαστικά διαιρεμένος σε δύο ανταγωνιστικές σφαίρες επιρροής που αντιπροσώπευαν δύο αντίπαλα κοινωνικά συστήματα.

Καθώς οι άλλες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις ανασυγκροτούνταν και οι ΗΠΑ έμπαιναν στη μία αντικομμουνιστική στρατιωτική περιπέτεια μετά την άλλη, εμφανίστηκαν τα πρώτα σαφή σημάδια υπερεπέκτασης. Η ήττα των ΗΠΑ στο Βιετνάμ αποτέλεσε σημείο καμπής, ανοίγοντας μια περίοδο οικονομικής και πολιτικής αναταραχής στο εσωτερικό και στο εξωτερικό. Στις αρχές της δεκαετίας του 1970 υπήρχαν σοβαροί λόγοι να πιστεύει κανείς ότι ο λεγόμενος «Αμερικανικός Αιώνας» αντιμετώπιζε ένα πρόωρο τέλος. Ωστόσο, τα επαναστατικά ανοίγματα στα τέλη της δεκαετίας του 1960 και στις αρχές της δεκαετίας του ‘70 – Γαλλία (‘68), Τσεχοσλοβακία (‘68), Κεμπέκ (‘72), Χιλή (‘70-­73), Πορτογαλία (‘74-­75), Ισπανία (‘75-­76) – όλα κατέληξαν σε ήττα. Εξασφαλίζοντας αυτές τις ήττες, η οπορτουνιστική ηγεσία της εργατικής τάξης παρείχε στον ιμπεριαλισμό τον απαραίτητο χώρο για να σταθεροποιηθεί. Στα τέλη της δεκαετίας του ‘70 και στις αρχές της δεκαετίας του ‘80 οι ΗΠΑ επέστρεψαν στην επίθεση, σηματοδοτώντας την έναρξη της νεοφιλελεύθερης εποχής των ιδιωτικοποιήσεων και της οικονομικής φιλελευθεροποίησης. Το 1981 ο Ρίγκαν επέφερε μια αποφασιστική ήττα στην εργατική τάξη των ΗΠΑ, συντρίβοντας την απεργία των ελεγκτών εναέριας κυκλοφορίας PATCO. Ακολούθησαν και άλλες ήττες για τη διεθνή εργατική τάξη, με αξιοσημείωτη αυτή των Βρετανών ανθρακωρύχων το 1985. Την περίοδο αυτή ασκήθηκε ακόμα μεγαλύτερη πίεση στην ΕΣΣΔ, με τον Ψυχρό Πόλεμο να ανεβαίνει σε νέα ύψη και τις ΗΠΑ να εκμεταλλεύονται το Σινοσοβιετικό ρήγμα μέσω της αντισοβιετικής συμμαχίας με την Κίνα.

Στα τέλη της δεκαετίας του ‘80, η ΕΣΣΔ και το Ανατολικό μπλοκ βρίσκονταν σε βαθιά οικονομική και πολιτική δυσχέρεια. Η υποχώρηση του Κόκκινου Στρατού από το Αφγανιστάν και η αντεπαναστατική νίκη της Αλληλεγγύης στην Πολωνία αποθάρρυναν ακόμη περισσότερο την κυρίαρχη γραφειοκρατία στη Μόσχα. Αφού η Μόσχα ξεπούλησε την ΛΔΓ (Ανατολική Γερμανία) και προσχώρησε στη γερμανική επανένωση, δεν άργησε να ξεπουλήσει και την ίδια τη Σοβιετική Ένωση. Οι πιέσεις του παγκόσμιου ιμπεριαλισμού σε συνδυασμό με την αποθάρρυνση της εργατικής τάξης από δεκαετίες Σταλινικής προδοσίας οδήγησαν στην τελική διάλυση των κατακτήσεων της Οκτωβριανής Επανάστασης. Μέχρι το 1991 ο διεθνής συσχετισμός των ταξικών δυνάμεων είχε μετατοπιστεί αποφασιστικά υπέρ του ιμπεριαλισμού σε βάρος της εργατικής τάξης και των καταπιεσμένων του κόσμου.

II. Ο ΑΝΤΙΔΡΑΣΤΙΚΟΣ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑΣ ΤΗΣ ΜΕΤΑΣΟΒΙΕΤΙΚΗΣ ΠΕΡΙΟΔΟΥ

Υπεριμπεριαλισμός, Made in the USA

Με την κατάρρευση της ΕΣΣΔ, η παγκόσμια τάξη πραγμάτων δεν καθοριζόταν πλέον από τη σύγκρουση δύο κοινωνικών συστημάτων, αλλά από την ηγεμονία των Ηνωμένων Πολιτειών. Δεν υπήρχε καμία μεμονωμένη χώρα ή ομάδα χωρών που θα μπορούσε να ανταγωνιστεί τις ΗΠΑ. Το ΑΕΠ τους ήταν σχεδόν διπλάσιο από αυτό του στενότερου αντιπάλου τους, της Ιαπωνίας. Έλεγχε τη ροή του παγκόσμιου κεφαλαίου. Στρατιωτικά, καμία δύναμη δεν μπορούσε ούτε καν να τις πλησιάσει. Το αμερικανικό μοντέλο της φιλελεύθερης δημοκρατίας ανακηρύχθηκε το αποκορύφωμα της προόδου με το οποίο κάθε χώρα αναμενόταν να συγκλίνει.

Από πολλές απόψεις η τάξη πραγμάτων που προέκυψε έμοιαζε με τον «υπεριμπεριαλισμό», ένα σύστημα στο οποίο οι μεγάλες δυνάμεις συμφωνούν να λεηλατήσουν από κοινού τον κόσμο. Αυτό δεν προκλήθηκε από την ειρηνική εξέλιξη του χρηματιστικού κεφαλαίου, όπως προέβλεπε ο Καρλ Κάουτσκι, αλλά από την υπεροχή μιας και μόνο δύναμης που οικοδομήθηκε πάνω στις στάχτες του ευρωπαϊκού και του ιαπωνικού ιμπεριαλισμού μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Οι ΗΠΑ ανοικοδόμησαν αυτές τις αυτοκρατορίες από τα απομεινάρια τους και τις ένωσαν σε μια αντικομμουνιστική συμμαχία κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου. Όταν τελείωσε ο Ψυχρός Πόλεμος, αυτό το ιμπεριαλιστικό ενιαίο μέτωπο δεν διαλύθηκε αλλά ενισχύθηκε με πολλούς τρόπους. Για παράδειγμα, η επανένωση της Γερμανίας δεν οδήγησε σε αύξηση των εντάσεων στην Ευρώπη, όπως πολλοί φοβήθηκαν, αλλά έγινε με τις ευλογίες των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ.

Η ασυνήθιστη σταθερότητα της μετασοβιετικής περιόδου μπορεί να εξηγηθεί από τα συντριπτικά πλεονεκτήματα που είχαν οι ΗΠΑ έναντι των αντιπάλων τους σε συνδυασμό με το άνοιγμα στο χρηματιστικό κεφάλαιο μεγάλων περιοχών που προηγουμένως αποτελούσαν ανεκμετάλλευτες αγορές. Το 1989 το ένα τρίτο του παγκόσμιου πληθυσμού ζούσε σε μη καπιταλιστικές χώρες. Το κύμα της αντεπανάστασης που ξεκίνησε εκείνο το έτος οδήγησε στην πλήρη καταστροφή πολλών εργατικών κρατών ή – όπως στην περίπτωση της Κίνας – στο άνοιγμα στο ιμπεριαλιστικό κεφάλαιο διατηρώντας ταυτόχρονα τα θεμέλια μιας κολλεκτιβοποιημένης οικονομίας. Αυτές οι εξελίξεις έδωσαν στον ιμπεριαλισμό μια νέα πνοή. Αντί να αλληλοσπαράσσονται για το μερίδιο αγοράς, η Γερμανία, η Γαλλία, η Βρετανία και οι ΗΠΑ συνεργάστηκαν για να φέρουν την Ανατολική Ευρώπη στην πολιτική και οικονομική αγκαλιά της Δύσης. Η Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) και το ΝΑΤΟ παράλληλα επεκτάθηκαν μέχρι τα ίδια τα σύνορα της Ρωσίας. Στην Ασία υπήρχε μια ανάλογη κατάσταση: οι ΗΠΑ και η Ιαπωνία συνεργάστηκαν για να προωθήσουν και να εκμεταλλευτούν την οικονομική φιλελευθεροποίηση στην Κίνα και την υπόλοιπη Ανατολική και Νοτιοανατολική Ασία.

Το ενιαίο μέτωπο των μεγάλων δυνάμεων έδωσε στον υπόλοιπο κόσμο ελάχιστες εναλλακτικές από το να συμμορφωθεί με τις πολιτικές και οικονομικές επιταγές των ΗΠΑ. Στη μία χώρα μετά την άλλη, το ΔΝΤ και η Παγκόσμια Τράπεζα ξαναέγραψαν τους κανόνες σύμφωνα με τα συμφέροντα του αμερικανικού χρηματιστικού κεφαλαίου. Αυτός ο «νεοφιλελευθερισμός» είχε ήδη ξεκινήσει για τα καλά τη δεκαετία του ‘80, αλλά η καταστροφή της Σοβιετικής Ένωσης του έδωσε νέα ώθηση. Οι λίγες χώρες που αρνήθηκαν ή εμποδίστηκαν να ακολουθήσουν τον δρόμο που χάραξαν οι ΗΠΑ (Ιράν, Βενεζουέλα, Βόρεια Κορέα, Κούβα, Ιράκ, Αφγανιστάν) δεν αποτελούσαν σημαντική απειλή για την παγκόσμια τάξη πραγμάτων.

Αυτή η ευνοϊκή ισορροπία δυνάμεων όχι μόνο δημιούργησε προσοδοφόρες επενδυτικές ευκαιρίες για τους ιμπεριαλιστές, αλλά και μείωσε τους κινδύνους που σχετίζονταν με το εξωτερικό εμπόριο. Οι καπιταλιστές μπορούσαν να επενδύουν και να εμπορεύονται στο εξωτερικό γνωρίζοντας ότι η πολιτική και στρατιωτική κυριαρχία των ΗΠΑ τους εξασφάλιζε έναντι μιας μεγάλης σύγκρουσης ή μιας υπερβολικά εχθρικής κυβέρνησης. Αυτοί οι παράγοντες οδήγησαν σε σημαντική αύξηση του διεθνούς εμπορίου, στη μαζική μεταφορά της παραγωγής στο εξωτερικό και στην έκρηξη της διεθνούς κυκλοφορίας του κεφαλαίου, δηλαδή στην παγκοσμιοποίηση.

Μια Μαρξιστική Απάντηση στην Παγκοσμιοποίηση

Οι υποστηρικτές του φιλελεύθερου ιμπεριαλισμού πιστώνουν στην παγκοσμιοποίηση μια σημαντική άνοδο του βιοτικού επιπέδου σε πολλά μέρη του κόσμου και γενικά χαμηλότερες τιμές για τα καταναλωτικά αγαθά. Είναι αναμφισβήτητο ότι η επέκταση του παγκόσμιου καταμερισμού εργασίας τα τελευταία 30 χρόνια οδήγησε σε ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων διεθνώς. Για παράδειγμα, η κατά κεφαλήν κατανάλωση ενέργειας στις χώρες με χαμηλό και μεσαίο εισόδημα υπερδιπλασιάστηκε, ο αλφαβητισμός αυξήθηκε σχεδόν στο 90 τοις εκατό παγκοσμίως, η παραγωγή αυτοκινήτων υπερδιπλασιάστηκε, όπως και η παραγωγή χάλυβα. Με μια πρώτη ματιά, αυτές οι προοδευτικές εξελίξεις φαίνεται να έρχονται σε σύγκρουση με τη Μαρξιστική θεωρία του ιμπεριαλισμού, η οποία υποστηρίζει ότι ο καπιταλισμός έχει φτάσει στο τελικό του στάδιο, όπου η κυριαρχία του μονοπωλιακού κεφαλαίου οδηγεί στον παρασιτισμό και στη μακροχρόνια παρακμή. Ωστόσο, μακριά από το να έρχεται σε αντίφαση από την πορεία των γεγονότων, η Μαρξιστική ανάλυση και μόνο μπορεί πλήρως να τα εξηγήσει και να δείξει στην πορεία πώς η φιλελεύθερη παγκόσμια τάξη πραγμάτων δεν οδηγεί σε σταδιακή κοινωνική και οικονομική πρόοδο αλλά σε κοινωνική καταστροφή.

Κατ’ αρχάς, δεν είναι καθόλου απαραίτητο να αποδοθεί προοδευτικός ρόλος στο χρηματιστικό κεφάλαιο για να εξηγηθεί η συνεχής αύξηση των παραγωγικών δυνάμεων. Οι συνθήκες που ακολούθησαν την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης – μειωμένη στρατιωτική απειλή, αποδυναμωμένο εργατικό κίνημα, μειωμένος κίνδυνος στις ξένες επενδύσεις, ευρέως διαδεδομένη φιλελευθεροποίηση – επέτρεψαν στον ιμπεριαλισμό για ένα διάστημα να ξεπεράσει την τάση του προς την παρακμή. Στην πραγματικότητα, ο ίδιος ο Τρότσκι προέ­βλεψε αυτή τη δυνατότητα:

«Είναι αλήθεια πως θεωρητικά δεν μπορεί κανείς να υποστηρίξει πως δε θα είταν δυνατό να έχουμε ακόμα ένα καινούργιο κεφάλαιο γενικής προόδου του καπιταλισμού, που θα εκτυλισσόταν στις χώρες τις πιο δυναμικές, τις πιο κυρίαρχες και ζωογόνες. Για να γίνει όμως αυτό θα πρέπει πρώτα ο καπιταλισμός να πηδήξει πάνω από τεράστια φράγματα στον ταξικό τομέα και στον τομέα των σχέσεων ανάμεσα στα κράτη: Να συντρίψει για μεγάλο χρονικό διάστημα την προλεταριακή επανάσταση, να υποδουλώσει οριστικά την Κίνα, να ανατρέψει τη Δημοκρατία των Σοβιέτ κλπ».

Η Τρίτη Διεθνής Μετά τον Λένιν (1928)

Αυτό ακριβώς συνέβη. Μετά από μια δραματική αλλαγή στο συσχετισμό των ταξικών δυνάμεων εις βάρος του προλεταριάτου, ο καπιταλισμός απέκτησε νέα πνοή. Αλλά αυτό μόνο μια προσωρινή ανάπαυλα μπορούσε να είναι στη συνολική τάση του ιμπεριαλισμού προς την παρακμή, η οποία τώρα επιστρέφει στον κανόνα.

Δεύτερον, για τους υπερασπιστές του καπιταλισμού, η υπεροχή των ελεύθερων αγορών έναντι των σχεδιασμένων οικονομιών αποδεικνύεται με τη σύγκριση του βιοτικού επιπέδου στα παραμορφωμένα εργατικά κράτη της Ανατολικής Ευρώπης με τα σημερινά κράτη (η Πολωνία είναι το τυπικό παράδειγμα). Στην πραγματικότητα, ο ισχυρισμός αυτός μπορεί να καταρριφθεί ακόμη και αν αφήσουμε κατά μέρος ότι με ορισμένες μετρήσεις οι συνθήκες έχουν επιδεινωθεί – ανισότητα, θέση των γυναικών, μαζική μετανάστευση κλπ. Οι ορθόδοξοι Μαρξιστές – δηλαδή οι Τροτσκιστές – υποστήριζαν πάντα ότι οι σχεδιασμένες οικονομίες των απομονωμένων εργατικών κρατών, παρά τα τεράστια πλεονεκτήματά τους, δεν μπορούν να επικρατήσουν έναντι εκείνων των προηγμένων καπιταλιστικών δυνάμεων λόγω της υψηλότερης παραγωγικότητας των τελευταίων και του διεθνούς καταμερισμού εργασίας. Οι Σταλινικοί υποστήριζαν ότι η Σοβιετική Ένωση μόνη της (και αργότερα με τους συμμάχους της) θα μπορούσε να ξεπεράσει τις προηγμένες καπιταλιστικές χώρες μέσω της «ειρηνικής συνύπαρξης» με τον ιμπεριαλισμό. Αλλά είναι ακριβώς το ανέφικτο της ειρηνικής συνύπαρξης που αποκλείει κάτι τέτοιο

Οι ιμπεριαλιστικές δυνάμεις διατηρούσαν πάντοτε ακραίες οικονομικές και στρατιωτικές πιέσεις στην ΕΣΣΔ και σε άλλες χώρες του Συμφώνου της Βαρσοβίας, των οποίων οι οικονομικές επιδόσεις δυσχεραίνονταν από αυτές τις επιθέσεις. Σε αυτό προστέθηκε και η γραφειοκρατική κακοδιαχείριση που αναγκαστικά συνοδεύεται με την προσπάθεια «να οικοδομηθεί ο σοσιαλισμός» σε συνθήκες απομόνωσης και φτώχειας. Η συνεχής οικονομική ανάπτυξη στην καπιταλιστική Πολωνία οφείλεται στην πλήρη ενσωμάτωσή της στο παγκόσμιο εμπόριο – μια δυνατότητα που ήταν κλειστή για την κατεστραμμένη μεταπολεμική οικονομία της Λαϊκής Δημοκρατίας της Πολωνίας. Δεν μπορεί κανείς να συγκρίνει δίκαια το βιοτικό επίπεδο ενός κάστρου υπό πολιορκία με ένα που δεν βρίσκεται σε πολιορκία. Η ανωτερότητα των σχεδιασμένων οικονομιών είναι απολύτως προφανής όταν εξετάζουμε την απίστευτη πρόοδο που επιτεύχθηκε παρά το εχθρικό διεθνές ­περιβάλλον στο οποίο βρέθηκαν. Αυτό ισχύει για την Πολωνία, όπως ακριβώς ισχύει και για τη Σοβιετική Ένωση, την Κούβα, την Κίνα και το Βιετνάμ.

Τρίτον, οι υπερασπιστές της φιλελεύθερης παγκόσμιας τάξης πραγμάτων υποστηρίζουν ότι εφόσον η ένταση και ο αριθμός των πολέμων έχουν μειωθεί από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και μειώθηκαν περαιτέρω μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης, αυτό αποδεικνύει ότι ο φιλελευθερισμός και η παγκοσμιοποίηση οδηγούν σταδιακά στην ειρήνη. Αν και ορισμένες πτυχές αυτού του ισχυρισμού μπορούν να αμφισβητηθούν, είναι αναμφισβήτητο ότι καμία σύγκρουση των τελευταίων 75 χρόνων δεν πλησίασε τη βιομηχανική σφαγή που έλαβε χώρα στους δύο παγκόσμιους πολέμους. Μέχρι σήμερα, η «διατήρηση της ειρήνης στην Ευρώπη» παραμένει το κύριο επιχείρημα που χρησιμοποιείται για την υπεράσπιση της ΕΕ. Η αλήθεια είναι ότι η απουσία ενός νέου παγκόσμιου πολέμου είναι μόνο προϊόν της υπεροχής των ΗΠΑ έναντι των αντιπάλων τους – ένας αναγκαστικά προσωρινός συσχετισμός δυνάμεων. Όπως εξήγησε ο Λένιν:

«Γιατί στις συνθήκες του καπιταλισμού δεν είναι νοητή άλλη βάση για το μοίρασμα των σφαιρών επιρ[ρ]οής, συμφερόντων, αποικιών κ.α., εκτός από τη βάση που υπολογίζει τη δύναμη των χωρών που συμμετέχουν στο μοίρασμα, τη γενική οικονομική, τη χρηματιστική, τη στρατιωτική κτλ. δύναμη. Η δύναμη όμως δεν αλλάζει ομοιόμορφα στις χώρες που συμμετέχουν στο μοίρασμα, γιατί στις συνθήκες του καπιταλισμού δεν μπορεί να υπάρχει ισόμετρη ανάπτυξη των χωριστών επιχειρήσεων, τραστ, κλάδων της βιομηχανίας και χωρών….

«Γι’ αυτό οι “διιμπεριαλιστικές” ή “υπεριμπεριαλιστικές” συμμαχίες στην καπιταλιστική πραγματικότητα και όχι στην ευτελή μικροαστική φαντασία των άγγλων παπάδων ή του γερμανού “μαρξιστή” Κάουτσκι – με οποιαδήποτε μορφή κι’ αν κλείνονται αυτές οι συμμαχίες, με τη μορφή ενός ιμπεριαλιστικού συνασπισμού ενάντια σ’ έναν άλλο ιμπεριαλιστικό συνασπισμό, ή με τη μορφή μιας γενικής συμμαχίας όλων των ιμπεριαλιστικών Δυνάμεων – αποτελούν απλώς αναπόφευκτες “ανάπαυλες” ανάμεσα στους πολέμους».

Ο Ιμπεριαλισμός, Ανώτατο Στάδιο του Καπιταλισμού (1916)

Η αποδοχή του γεγονότος ότι η μετασοβιετική περίο­δος ήταν μια περίοδος σχετικής ειρήνης δεν αναιρεί σε καμία περίπτωση το γεγονός ότι υπήρξαν πολυάριθμοι πόλεμοι που ήταν πολύ βίαιοι. Ο στρατός των ΗΠΑ εμπλέκεται σχεδόν συνεχώς σε πολέμους χαμηλής έντασης για να επιβεβαιώσει τη στρατιωτική του ισχύ και να εξασφαλίσει το δικαίωμά του να υποτάσσει «ειρηνικά» αμέτρητα εκατομμύρια ανθρώπων μέσω της επέκτασης του χρηματιστικού κεφαλαίου. Μακριά από το να οδηγεί στην παγκόσμια ειρήνη, αυτή η δυναμική μόνο προετοιμάζει νέους πολέμους αφάνταστης βαναυσότητας για να ξαναμοιράσει τον κόσμο για άλλη μια φορά.

Τέταρτον, η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων δεν έγινε εξαιτίας κάποιου μυθικού ελεύθερου εμπο­ρίου, αλλά υπό τον ζυγό και σύμφωνα με τα συμφέροντα του μονοπωλιακού κεφαλαίου που ελέγχεται από λίγες μεγάλες δυνάμεις. Αυτό σήμαινε ότι η όποια βραχυπρόθεσμη και μεσοπρόθεσμη πρόοδος σημειώθηκε σε ορισμένες περιοχές του κόσμου, συνοδεύτηκε από αυξημένη εξάρτηση από τα οικονομικά καπρίτσια των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων, με κεντρική τις ΗΠΑ. Για παράδειγμα, κάποιος μπορεί να δει διάφορους κοινωνικοοικονομικούς δείκτες και να παρατηρήσει μια βελτίωση στις συνθήκες διαβίωσης στο Μεξικό από τη δεκαετία του 1990. Αλλά αυτή ήρθε με το τίμημα μιας πολύ βαθύτερης οικονομικής υποταγής στις Ηνωμένες Πολιτείες και με την καταστροφή ορισμένων στρωμάτων του πληθυσμού, ιδίως της αγροτιάς. Αυτό σημαίνει ότι σε περιόδους ανάπτυξης οι ιμπεριαλιστές αντλούν τεράστια κέρδη από τις εξαρτημένες χώρες τους και όταν η κρίση χτυπάει μπορούν να απαιτούν υπέρογκες πολιτικές και οικονομικές παραχωρήσεις, βαθαίνοντας περαιτέρω την εθνική τους καταπίεση. Όλα αυτά δείχνουν ότι η βραχυπρόθεσμη οικονομική ανάπτυξη δεν αξίζει το τίμημα της υποδούλωσης στον ιμπεριαλισμό.

Τέλος, και το πιο σημαντικό, η κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης δεν προανήγγειλε μια ανώτερη φάση της ανθρώπινης προόδου, αλλά τον θρίαμβο του αμερικανικού ιμπεριαλισμού, που δεν είναι τίποτε άλλο από την κυριαρχία των Αμερικανών εισοδηματιών πάνω στον κόσμο. Είναι η ίδια η κυριαρχία αυτής της τάξης που περιορίζει την περαιτέρω ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων και οδηγεί στην κοινωνική παρακμή. Αυτό ισχύει πρώτα και κύρια για τις ίδιες τις ΗΠΑ. Στον Ιμπεριαλισμό ο Λένιν εξήγησε:

«Η εξαγωγή κεφαλαίου, που είναι μια από τις πιο ουσιαστικές οικονομικές βάσεις του ιμπεριαλισμού, δυναμώνει ακόμη περισσότερο αυτή την ολοκληρωτική απόσπαση του στρώματος των εισοδηματιών από την παραγωγή, βάζει τη σφραγίδα του παρασιτισμού σ’ όλη τη χώρα που ζει με την εκμετάλλευση της δουλιάς μερικών υπερπόντιων χωρών και αποικιών».

Αυτό περιγράφει τέλεια τον χαρακτήρα της αμερικανικής οικονομίας. Η άνευ προηγουμένου ανάπτυξη των διεθνών οικονομικών συμφερόντων της έχει απογυμνώσει την ίδια την πηγή της παγκόσμιας ισχύος των ΗΠΑ, την άλλοτε πανίσχυρη βιομηχανική της βάση. Η μεταφορά της παραγωγής στο εξωτερικό, η χρόνια υποεπένδυση σε υποδομές, οι αστρονομικές τιμές των κατοικιών, η αιμοβόρα βιομηχανία υγειονομικής περίθαλψης, η υπερτιμημένη και χαμηλής ποιότητας εκπαίδευση: όλα αυτά είναι προϊόντα του ολοένα και πιο παρασιτικού χαρακτήρα του αμερικανικού καπιταλισμού. Ακόμη και η στρατιωτική ισχύς των ΗΠΑ υπονομεύεται από την απογύμνωση της βιομηχανίας.

Η αμερικανική άρχουσα τάξη προσπάθησε να αντισταθμίσει την οικονομική παρακμή της χώρας μέσω άγριας κερδοσκοπίας, φτηνής πίστωσης και εκτύπωση χρήματος. Όπως παρατήρησε ο Τρότσκι, «Όσο πιο φτωχή γίνεται η κοινωνία, τόσο πιο πλούσια εμφανίζεται, βλέποντας τον εαυτό της στον καθρέφτη αυτού του πλασματικού κεφαλαίου» («Η Παγκόσμια Οικονομική Κρίση και τα Νέα Καθήκοντα της Κομμουνιστικής Διεθνούς», Ιούνιος 1921, [δική μας μετάφραση]). Αυτό προαναγγέλλει την οικονομική καταστροφή. Όλος ο κοινωνικός ιστός της χώρας σαπίζει και όλο και περισσότερα στρώματα της εργατικής τάξης και των καταπιεζόμενων ρίχνονται στην εξαθλίωση.

Αυτή η εσωτερική παρακμή συνοδεύεται από μια φθίνουσα οικονομική βαρύτητα στον κόσμο. Ενώ το 1970 αντιπροσώπευε το 36 τοις εκατό του παγκόσμιου ΑΕΠ, η αμερικανική οικονομία αντιπροσωπεύει σήμερα λιγότερο από το 24 τοις εκατό. Την τάση αυτή ακολούθησαν όλες οι ιμπεριαλιστικές χώρες. Ενώ το 1970 οι πέντε μεγαλύτερες δυνάμεις (ΗΠΑ, Ιαπωνία, Γερμανία, Γαλλία, Βρετανία) αντιπροσώπευαν μαζί το 60 τοις εκατό του παγκόσμιου ΑΕΠ, σήμερα το νούμερο αυτό είναι 40 τοις εκατό. Από τη μια πλευρά, η πρωτοφανής αύξηση των διεθνών εξαγωγών κεφαλαίου έχει προκαλέσει παρακμή· από την άλλη, έχει ενσωματώσει περαιτέρω πολλές χώρες στις σύγχρονες καπιταλιστικές σχέσεις, δημιουργώντας ένα γιγαντιαίο προλεταριάτο στην Ανατολική Ασία και σε άλλα μέρη του κόσμου.

Είναι οι λεγόμενες χώρες μεσαίου εισοδήματος και ιδίως η Κίνα, που είδαν το βάρος τους στην παγκόσμια οικονομία να αυξάνεται. Ωστόσο, παρά την οικονομική αυτή πρόοδο, οι χώρες αυτές παραμένουν υποταγμένες στο διεθνές χρηματιστικό κεφάλαιο. Όσον αφορά την οικονομική ισχύ, οι ΗΠΑ παραμένουν αδιαμφισβήτητες: το δολάριο εξακολουθεί να ηγεμονεύει, οι ΗΠΑ ελέγχουν τους κυριότερους διεθνείς θεσμούς και 14 από τις 20 κορυφαίες εταιρείες διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων είναι αμερικανικές, ελέγχοντας συνολικό κεφάλαιο ύψους 45 τρισεκατομμυρίων δολαρίων, που αντιστοιχεί περίπου στο μισό παγκόσμιο ΑΕΠ. (Οι άλλες έξι κορυφαίες εταιρείες διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων είναι είτε ελβετικές, γαλλικές, γερμανικές ή βρετανικές. Από τις 60 κορυφαίες, καμία δεν προέρχεται από την Κίνα, τη Νότια Κορέα ή οποιαδήποτε άλλη από τις λεγόμενες «νέες βιομηχανικές χώρες»). Η αυξανόμενη αντίφαση μεταξύ της ηγεμονικής θέσης που εξακολουθούν να κατέχουν οι ΗΠΑ και της μειωμένης πραγματικής οικονομικής ισχύος τους δεν είναι βιώσιμη και αποτελεί τη βασική αιτία της αυξανόμενης οικονομικής και πολιτικής αστάθειας στον κόσμο.

Η ανάπτυξη του παγκόσμιου εμπορίου, η εκβιομηχάνιση των νεοαποικιακών χωρών, η ανάπτυξη της Κίνας – όλοι αυτοί οι παράγοντες υπονομεύουν την ηγεμονία των ΗΠΑ. Για να διατηρήσουν τη θέση τους, οι ΗΠΑ πρέπει να αντιστρέψουν την τρέχουσα δυναμική. Αυτό σημαίνει να διαλύσουν τη βάση της παγκοσμιοποίησης, αντιμετωπίζοντας την Κίνα, πιέζοντας τις νεοαποικίες, αυξάνοντας τους δασμολογικούς φραγμούς και μειώνοντας τα ψίχουλα που δίνουν στους συμμάχους τους. Ουσιαστικά, το πιο καθοριστικό επιχείρημα κατά της παγκοσμιοποίησης είναι ότι η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων πάει ενάντια στα συμφέροντα της ίδιας της τάξης στην οποία στηρίζεται η παγκοσμιοποίηση, της αμερικανικής ιμπεριαλιστικής αστικής τάξης. Αυτό από μόνο του τεκμηριώνει ότι δεν είναι παρά μια αντιδραστική φαντασίωση η προσπάθεια να διατηρηθεί ή να «διορθωθεί» η φιλελεύθερη παγκόσμια τάξη πραγμάτων.

Αυτό δεν σημαίνει ότι, όπως και το 1989, οι ΗΠΑ δεν θα ήταν δυνατό να καταφέρουν να ενισχύσουν τη θέση τους. Αλλά αυτό θα μπορούσε να επιτευχθεί μόνο με το κόστος καταστροφικών ηττών για τη διεθνή εργατική τάξη και δεν θα έκανε τίποτα για να σταματήσει την αδυσώπητη παρακμή του ιμπεριαλισμού. Η μόνη δύναμη που μπορεί να βάλει τέλος στην ιμπεριαλιστική τυραννία και να εγκαινιάσει ένα πραγματικά ανώτερο στάδιο ανάπτυξης είναι η εργατική τάξη. Η παγκοσμιοποίηση έχει στην πραγματικότητα ενισχύσει την επαναστατική δυνατότητα του προλεταριάτου, καθιστώντας το σήμερα πιο ισχυρό, πιο διεθνές και πιο εθνικά καταπιεσμένο από ποτέ. Αλλά αυτό δεν έχει μέχρι στιγμής μεταφραστεί σε αυξημένη πολιτική δύναμη. Από αυτή την άποψη, η μετασοβιετική περίοδος έχει ρίξει το εργατικό κίνημα πράγματι πολύ πίσω.

III. ΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΜΕΤΑΣΟΒΙΕΤΙΚΟΣ ΚΟΣΜΟΣ

Η Θριαμβολογία του Φιλελευθερισμού

Η κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης οδήγησε όχι μόνο σε σημαντικές αλλαγές στην οικονομική, πολιτική και στρατιωτική ισορροπία των διεθνών δυνάμεων, αλλά και σε σημαντικές ιδεολογικές αλλαγές. Κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, οι άρχουσες τάξεις της Δύσης παρουσιάζονταν ως υπερασπιστές της δημοκρατίας και των ατομικών δικαιωμάτων έναντι της τυραννίας του «ολοκληρωτικού κομμουνισμού». Στην ουσία αυτό ήταν μια ιδεολογική δικαιολογία για την εχθρότητα απέναντι στα παραμορφωμένα εργατικά κράτη και τους αντιαποικιακούς αγώνες. Καθώς το σοβιετικό μπλοκ κατέρρευσε, ο κομμουνισμός ανακηρύχθηκε νεκρός και η θριαμβολογία του φιλελευθερισμού έγινε η κυρίαρχη ιδεολογία, αντανακλώντας την αλλαγή στις προτεραιότητες των ιμπεριαλιστών από την αντιμετώπιση του «κομμουνισμού» στη διείσδυση στις πρόσφατα ανοιγμένες αγορές της Ανατολικής Ευρώπης και της Ασίας.

Το βιβλίο του Φράνσις Φουκουγιάμα Το Τέλος της Ιστορίας και ο Τελευταίος Άνθρωπος (1992) αποτελεί την επιτομή της ύβρεως και της θριαμβολογίας της πρώιμης μετασοβιετικής περιόδου. Ο φιλελεύθερος καπιταλισμός ανακηρύχθηκε το αποκορύφωμα του ανθρώπινου πολιτισμού, προορισμένος να εξαπλωθεί σε ολόκληρο τον κόσμο. Φυσικά, πίσω από αυτό το φαντασιοκόπημα κρυβόταν η πολύ πραγματική επέκταση του ιμπεριαλιστικού κεφαλαίου σε όλο τον κόσμο. Η θριαμβολογία του φιλελευθερισμού ήταν η ιδεολογική αιτιολόγηση αυτής της διαδικασίας. Οι Ηνωμένες Πολιτείες και οι σύμμαχοί τους κυβερνούσαν τον κόσμο στο όνομα της οικονομικής και κοινωνικής προόδου – μια εκσυγχρονισμένη εκδοχή του φορτίου του λευκού ανθρώπου [το καθήκον που οι λευκοί αποικιοκράτες πίστευαν ότι τους αναλογούσε, δηλαδή να διαχειρίζονται τις υποθέσεις των μη λευκών τους οποίους θεωρούσαν υπανάπτυκτους].

Είναι πίσω από αυτή την ιδεολογική κάλυψη που οι ΗΠΑ διεξήγαν τις διάφορες στρατιωτικές επεμβάσεις τους στη μετασοβιετική περίοδο. Ο πρώτος Πόλεμος του Κόλπου και η επέμβαση στη Σερβία έγιναν για την «προστασία των μικρών εθνών». Η επέμβαση στη Σομαλία έγινε για να «σωθούν οι πεινασμένοι». Αυτή η ιδεολογία κατοχυρώθηκε από τον ΟΗΕ ως «Ευθύνη Προστασίας» (R2P). Όπως δηλώνει και το όνομα του δόγματος, διακήρυττε ότι οι μεγάλες δυνάμεις έχουν την ευθύνη να επεμβαίνουν στρατιωτικά για να προστατεύουν τους καταπιεζόμενους λαούς του κόσμου. Εν μέρει, επειδή ο πόλεμος του Μπους Τζούνιορ στο Ιράκ δεν ταίριαζε απόλυτα σε αυτή την κατηγορία, υπήρξε τόσο μεγάλη αντίδραση σε αυτόν. Ωστόσο, στις βασικές του αρχές δεν διέφερε από άλλες επεμβάσεις των ΗΠΑ αυτή την περίοδο. Ο στόχος τους ήταν πρώτα και κύρια η επιβεβαίωση της ηγεμονίας των ΗΠΑ στον κόσμο και όχι η εξασφάλιση μακροπρόθεσμων οικονομικών ή στρατηγικών οφελών. Οι σύμμαχοι των ΗΠΑ που αντιτάχθηκαν σε επεμβάσεις όπως στο Ιράκ το έκαναν επειδή δεν θεωρούσαν ότι άξιζε τον κόπο να επενδύσουν σημαντικούς πόρους για να δείξουν για άλλη μια φορά ότι οι ΗΠΑ μπορούσαν να συντρίψουν μια μικρή χώρα. Καλύτερα να αποκομίσουν τα οφέλη της αμερικανικής τάξης πραγμάτων χωρίς να πληρώσουν το κόστος.

Πολύ πιο σημαντική από τις ένοπλες συγκρούσεις αυτής της περιόδου ήταν η οικονομική διείσδυση του ιμπεριαλιστικού χρηματιστικού κεφαλαίου σε κάθε γωνιά της γης. Η ίδια η διαδικασία της παγκοσμιοποίησης συνοδευόταν και υποβοηθούνταν από μια ολόκληρη σειρά ιδεολογικών αρχών. Ένα είδος ιμπεριαλιστικού διεθνισμού έγινε η επικρατούσα άποψη στις περισσότερες Δυτικές χώρες. Το έθνος-­κράτος θεωρήθηκε ότι ανήκει στο παρελθόν και το ελεύθερο εμπόριο, οι ανοικτές αγορές κεφαλαίου και τα υψηλά επίπεδα μετανάστευσης θεωρήθηκαν ως ο δρόμος προς την πρόοδο και την παγκόσμια ειρήνη. Για άλλη μια φορά, αυτές οι υψηλές αρχές αντανακλούσαν τα συγκεκριμένα συμφέροντα της άρχουσας τάξης και χρησιμοποιήθηκαν για να καταπατηθούν τα εθνικά δικαιώματα των καταπιεζόμενων χωρών, να αποβιομηχανοποιηθεί η Δύση, να εισαχθεί φτηνό εργατικό δυναμικό και να ανοίξουν οι αγορές στο ιμπεριαλιστικό κεφάλαιο και αγαθά.

Το Εργατικό Κίνημα στη Μετασοβιετική Περίοδο

Κατά την περίοδο μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, η εργατική τάξη δεν είχε πουθενά ως επικεφαλής μια συνειδητή επαναστατική πρωτοπορία. Παρ’ όλα αυτά είχε μια σειρά από σημαντικές κατακτήσεις: τη Σοβιε­τική Ένωση, τα νέα μεταπολεμικά εργατικά κράτη (στα οποία αργότερα προστέθηκαν η Κίνα, η Κούβα, το Βιετνάμ και το Λάος) και ένα ισχυρό εργατικό κίνημα στον καπιταλιστικό κόσμο. Το τελευταίο περιλάμβανε ισχυρά σωματεία και μαζικά εργατικά κόμματα. Ωστόσο, σε κάθε μία από αυτές τις περιπτώσεις οι οπορτουνιστικές, γραφειοκρατικές ηγεσίες αποδυνάμωναν και απογύμνωναν συνεχώς αυτά τα προπύργια της εργατικής εξουσίας. Όταν τα σωματεία στις ΗΠΑ και τη Βρετανία δέχτηκαν συντονισμένη και σφοδρή επίθεση τη δεκαετία του 1980, οι ηγεσίες τους αποδείχτηκαν ανίκανες να αποκρούσουν αυτές τις επιθέσεις παρά τις ηρωικές θυσίες των εργατών. Στην Ανατολική Ευρώπη, η σοβιετική γραφειοκρατία παρέδιδε τη μια θέση μετά την άλλη χωρίς μάχη, μέχρι που τελικά ξεπούλησε τον ίδιο της τον εαυτό. Συνολικά, αυτές οι ήττες άφησαν χωρίς άγκυρα ολόκληρη τη μεταπολεμική θέση του διε­θνούς προλεταριάτου.

Αυτές τις καταστροφές εκμεταλλεύτηκαν οι καπιταλιστές που πάτησαν πάνω στο πλεονέκτημά τους, αποσπώντας όλο και περισσότερα κέρδη από ένα αποδυναμωμένο και αποπροσανατολισμένο εργατικό κίνημα. Σχεδόν παντού στον κόσμο, τα μέλη των σωματείων μειώθηκαν, εθνικοποιημένες βιομηχανίες και επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας ιδιωτικοποιήθηκαν, εργατικά κόμματα όπως το άλλοτε πανίσχυρο Ιταλικό Κομμουνιστικό Κόμμα απλά διαλύθηκαν, και στη Δύση όλο και περισσότερες βιομηχανίες έκλειναν. Αυτά τα αντικειμενικά πλήγματα που δέχτηκε η εργατική τάξη προκάλεσαν αποθάρρυνση και δεξιά στροφή στο εργατικό κίνημα.

Στις ιμπεριαλιστικές χώρες ο κύριος όγκος των σοσιαλδημοκρατών ηγετών, των Σταλινικών απομειναριών και των συνδικαλιστικών κορυφών ασπάστηκε ανοιχτά τη θριαμβολογία του φιλελευθερισμού. Ο ρεφορμισμός της παλιάς σχολής και ο συνδικαλισμός θεωρήθηκαν πολύ ριζοσπαστικοί γι’ αυτή τη νέα εποχή. Η ταξική πάλη θεωρήθηκε ότι είχε τελειώσει, τα σωματεία έπρεπε να γίνουν αξιοσέβαστα (δηλαδή ανίκανα) και ο σοσιαλισμός θεωρήθηκε στην καλύτερη περίπτωση ουτοπικός. Υπήρχε εναντίωση από το εργατικό κίνημα τόσο για τις ιδιωτικοποιήσεις όσο και το ελεύθερο εμπόριο, αλλά αυτή ήταν ελάχιστη και υπονομευόταν από την πεποίθηση ότι αυτά ήταν αναπόφευκτα. Το σχέδιο των Νέων Εργατικών του Τόνι Μπλερ συμβόλιζε αυτή τη δεξιά στροφή. Επιδίωξε να μετατρέψει το βρετανικό Εργατικό Κόμμα από ένα εργατικό κόμμα που βασιζόταν στα σωματεία σε ένα κόμμα που να μοιάζει με το Δημοκρατικό Κόμμα των ΗΠΑ. Στην κυβέρνηση, προώθησε τις ριζοσπαστικές νεοφιλελεύθερες μεταρρυθμίσεις που επικαλύφτηκαν με το βερνίκι του μοντερνισμού και των προοδευτικών κοινωνικών αξιών. Καθώς αυτοί οι νέοι «ηγέτες των εργατών», στη Βρετανία και αλλού, απέρριπταν την ίδια την ύπαρξη ενός εργατικού κινήματος και όλες τις αρχές πάνω στις οποίες είχε οικοδομηθεί, οι παραδοσιακές οργανώσεις αποδυναμώθηκαν περαιτέρω και απογυμνώθηκαν. Η κυριαρχία του φιλελευθερισμού στα σωματεία και τα εργατικά κόμματα ισοδυναμούσε ουσιαστικά με το εργατικό κίνημα να πριονίζει τα ίδια του τα πόδια, φέρνοντάς το στη σημερινή αποδυναμωμένη κατάσταση.

Οι Χώρες που Καταπιέζονται από τον Ιμπεριαλισμό

Στη Δύση και την Ιαπωνία, η θέση της εργατικής τάξης αποδυναμώθηκε σε μεγάλο βαθμό λόγω της μεταφοράς της βιομηχανίας στο εξωτερικό. Ωστόσο, σε πολλές χώρες που καταπιέζονται από τον ιμπεριαλισμό η βιομηχανία γνώρισε άνθηση, όμως το προλεταριάτο εξακολουθούσε να βλέπει την πολιτική του θέση να υποβαθμίζεται σημαντικά στη μετασοβιετική περίοδο. Πώς εξηγείται αυτή η αδυναμία εν μέσω μιας αντικειμενικής ενίσχυσης της εργατικής τάξης; Λαμβάνοντας υπόψη τις μεγάλες διαφορές μεταξύ των χωρών, μπορεί να διαπιστωθεί μια γενική τάση. Το διεθνές πλαίσιο στις δεκαετίες του ‘80 και του ‘90 οδήγησε τον ιμπεριαλισμό να αυξήσει τον έλεγχό του πάνω στις «αναπτυσσόμενες» και «αναδυόμενες» χώρες. Αυτό με τη σειρά του ευνόησε την ενίσχυση του φιλελευθερισμού εις βάρος του εθνικισμού του Τρίτου Κόσμου και της μαχητικής πολιτικής της εργατικής τάξης. Ενώ ο φιλελευθερισμός σε κοινωνικά ζητήματα όπως η σεξουαλικότητα, η φυλή και η θρησκεία δεν σημείωσε γενικά μεγάλη πρόοδο, ο οικονομικός φιλελευθερισμός (νεοφιλελευθερισμός) και σε κάποιο βαθμό ο πολιτικός φιλελευθερισμός (επίσημη δημοκρατία) έγιναν κυρίαρχοι.

Σε πολιτικό επίπεδο, η διεθνής σύγκλιση προς τη φιλελεύθερη δημοκρατία ήταν εν μέρει αποτέλεσμα της εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ, που έβλεπαν όλο και περισσότερο τις δημοκρατικές μεταρρυθμίσεις ως βέλτιστο τρόπο για την ανάσχεση των κοινωνικών αναταραχών. Αλλά και τα εσωτερικά καθεστώτα των νεο­αποικιακών χωρών επίσης επηρεάστηκαν σε μεγάλο βαθμό από την αποδυνάμωση του εργατικού κινήματος διεθνώς. Οι ελίτ είχαν περισσότερη αυτοπεποίθηση για τη θέση τους, που τους επέτρεπε περιθώρια για παραχωρήσεις, ενώ στους καταπιεζόμενους που είχαν πιο αδύναμη θέση, αυξανόταν η πίεση να παραιτηθούν από ριζοσπαστικές αλλαγές. Αυτό μείωσε την οξύτητα των εσωτερικών αντιφάσεων, επιτρέποντας σε χώρες όπως η Νότια Κορέα, η Ταϊβάν, η Βραζιλία και η Νότια Αφρική να αντικαταστήσουν τις ημιαπολυταρχικές δικτατορίες με ένα μέτρο αστικής δημοκρατίας. Για τα καθεστώτα που βασίζονταν περισσότερο στην ταξική συνεργασία παρά στην καταστολή, το μεταβαλλόμενο πλαίσιο μείωσε την ανάγκη για παραχωρήσεις προς το εργατικό κίνημα. Στο Μεξικό για παράδειγμα, η παλιά κορπορατίστικη μονοκομματική διακυβέρνηση που είχε διαρκέσει 70 χρόνια σταδιακά καταστράφηκε, και μαζί της μεγάλο μέρος της επιρροής των σωματείων.

Σε οικονομικό επίπεδο, η ύπαρξη της Σοβιετικής Ένωσης επέτρεψε στις νεοαποικιακές χώρες να ισορροπήσουν μεταξύ των δύο μεγάλων δυνάμεων. Πολλά καθεστώτα εθνικοποίησαν σημαντικούς τομείς της οικονομίας τους και είχαν κάποιο έλεγχο των ροών κεφαλαίου στις χώρες τους. Αυτά τα μοντέλα ήταν αναποτελεσματικά και διεφθαρμένα, αλλά επέτρεπαν μια ορισμένη ανεξαρτησία από τις Ηνωμένες Πολιτείες και τους άλλους ιμπεριαλιστές. Η κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης έβαλε το τελευταίο καρφί στο φέρετρο αυτών των μοντέλων. Οι νεοαποικιακές χώρες δεν είχαν άλλη επιλογή από το να ευθυγραμμιστούν πλήρως πίσω από τις οικονομικές επιταγές των ιμπεριαλιστών και να απορρίψουν τις παλιές κορπορατίστικες και κρατιστικές δομές τους.

Το εργατικό κίνημα στον νεοαποικιακό κόσμο συνθηκολόγησε επίσης στις αυξημένες φιλελεύθερες ­πιέσεις, αν και με διαφορετικούς τρόπους από τη Δύση. Σε ορισμένες περιπτώσεις, όπως στη Βραζιλία και τη Νότια Αφρική, τα προηγουμένως καταπιεσμένα κόμματα της εργατικής τάξης, το Partido dos Trabalhadores (PT) και το Νοτιοαφρικανικό Κομμουνιστικό Κόμμα, έγιναν εκτελεστές των νέων νεοφιλελεύθερων «δημοκρατικών» καθεστώτων. Στο Μεξικό, η αντίσταση της εργατικής τάξης στο νεοφιλελευθερισμό προσδέθηκε στο Partido de la Revolución Democrática (PRD), μια αριστερή-­λαϊκιστική διάσπαση από το κυβερνών κόμμα. Το ίδιο το PRD δεν αντιτάχθηκε στη μεγαλύτερη διείσδυση του αμερικανικού κεφαλαίου στο Μεξικό, αλλά απλώς επιδίωξε καλύτερους όρους για το βιασμό του Μεξικού. Σε πολλές χώρες το εργατικό κίνημα αναμείχθηκε με τον φιλελεύθερο κόσμο των ΜΚΟ, μπαίνοντας πίσω από τα «ανθρώπινα δικαιώματα» και τους «αναπτυξιακούς στόχους χιλιετίας» αντί να μπουν στην ταξική πάλη. Έτσι είχαμε μια κατάσταση στην οποία η εργατική τάξη σε πολλές χώρες μεγάλωνε σε οικονομική δύναμη αλλά παρέλυε πολιτικά από ηγεσίες που συνθηκολογούσαν με ισχυρά εθνικά και διεθνή ρεύματα και ωθούσαν προς τον φιλελευθερισμό και την ενσωμάτωση με τον παγκόσμιο ιμπεριαλισμό.

Νεοφιλελευθερισμός με Κινεζικά Χαρακτηριστικά

Οι προοπτικές φαίνονταν δυσοίωνες για το Κομμουνιστικό Κόμμα Κίνας μετά το αντεπαναστατικό κύμα που κύλησε από την Ανατολική Γερμανία στην ΕΣΣΔ. Η αιματηρή συντριβή της εξέγερσης της Τιενανμέν το 1989 είχε απομονώσει το καθεστώς στην παγκόσμια σκηνή. Για τις ΗΠΑ και τους συμμάχους τους, ήταν μόνο θέμα χρόνου πριν ακολουθήσει η Κίνα τον δρόμο της Σοβιετικής Ένωσης και ενσωματωθεί στην αναπτυσσόμενη φιλελεύθερη δημοκρατική αγκαλιά. Αλλά αυτός δεν ήταν ο δρόμος που ακολούθησε το ΚΚΚ. Το μάθημα που πήρε από την Τιενανμέν και τις αντεπαναστάσεις στο Ανατολικό μπλοκ ήταν ότι για να παραμείνει στην εξουσία έπρεπε να συνδυάσει την υψηλή οικονομική ανάπτυξη με τον αυστηρό πολιτικό έλεγχο. Για να το επιτύχει αυτό, επέμεινε στη διαδικασία της «μεταρρύθμισης και του ανοίγματος» που ξεκίνησε ο Ντενγκ Σιαοπίνγκ στα τέλη της δεκαετίας του ‘70, η οποία συνίσταται στην απελευθέρωση της αγοράς στη γεωργία και τη βιομηχανία, στις ιδιωτικοποιήσεις και στην προσέλκυση ξένων κεφαλαίων. Το κράτημα του Κομμουνιστικού Κόμματος στην εξουσία επί του παρόντος φαίνεται πιο σταθερό από ποτέ. Για το ΚΚΚ και τους υποστηρικτές του, η Κίνα καθοδηγείται στο ρεύμα της ιστορίας από τις πεφωτισμένες πολιτικές των ηγετών της. Όμως, όπως θα καταστήσουν ξεκάθαρα τα ασταθή ρεύματα της ταξικής πάλης, αυτή η φαινομενική επιτυχία έχει να κάνει περισσότερο με τα λιμνάζοντα νερά της μετασοβιετικής περιόδου παρά με τις ικανότητες του ΚΚΚ να κατευθύνει.

Με την απειλή του «παγκόσμιου κομμουνισμού» να έχει φαινομενικά εξαφανιστεί και με τον Ντενγκ να δεσμεύει εκ νέου το κόμμα να καλωσορίσει το ξένο κεφάλαιο κατά τη διάρκεια της «νότιας περιοδείας» του το 1992, οι ιμπεριαλιστικές επενδύσεις κατέκλυσαν την Κίνα. Οι Ειδικές Οικονομικές Ζώνες προσέφεραν ένα απελευθερωμένο περιβάλλον αντάξιο των καλύτερων νεοφιλελεύθερων πρακτικών της ελεύθερης αγοράς και μια τεράστια δεξαμενή φτηνών εργατικών χεριών, των οποίων η υποτακτικότητα ήταν εγγυημένη από το ΚΚΚ, ενώ η καθοδηγούμενη από το κράτος οικονομία έλεγχε τεράστιους πόρους για την κατασκευή υποδομών και εργοστασίων. Αυτός ο συνδυασμός παρήγαγε τεράστια κέρδη για τον μονοπωλιακό καπιταλισμό αλλά και απαράμιλλη οικονομική και κοινωνική πρόοδο στην Κίνα. Στα τρία χρόνια μετά το 2008, η Κίνα χρησιμοποίησε περισσότερο τσιμέντο από ό,τι οι Ηνωμένες Πολιτείες σε ολόκληρο τον 20ό αιώνα. Από το 1978 η αύξηση του ΑΕΠ της ήταν κατά μέσο όρο 9 τοις εκατό ετησίως και 800 εκατομμύρια άνθρωποι βγήκαν από τη φτώχεια. Η ενσωμάτωση της Κίνας στην παγκόσμια οικονομία επέτρεψε τεράστια άλματα στην παραγωγικότητα, άνοιξε μια γιγαντιαία νέα αγορά και λειτούργησε ως ο κινητήρας της οικονομικής ανάπτυξης και της αύξησης του παγκόσμιου εμπορίου. Η άνοδος της Κίνας είναι ταυτόχρονα η μεγαλύτερη επιτυχία της μετασοβιετικής τάξης πραγμάτων και η μεγαλύτερη απειλή της.

Για τους σοσιαλδημοκράτες και τους φιλελεύθερους ηθικολόγους, οι εμπορικές και κατασταλτικές πολιτικές του ΚΚΚ αποτελούν απόδειξη ότι η Κίνα είναι πλέον καπιταλιστική ή ακόμη και ιμπεριαλιστική. Αλλά σε αντίθεση με ό,τι συνέβη στην ΕΣΣΔ και την Ανατολική Ευρώπη, το Σταλινικό καθεστώς στην Κίνα δεν εγκατέλειψε ποτέ τον έλεγχο της οικονομίας και του κράτους. Οι κύριοι οικονομικοί μοχλοί παραμένουν κολλεκτιβοποιημένοι. Με πολλούς τρόπους το οικονομικό καθεστώς στην Κίνα μοιάζει σήμερα με μια ακραία εκδοχή αυτού που ο Λένιν περιέγραψε ως «κρατικό καπιταλισμό»: το άνοιγμα ορισμένων οικονομικών περιοχών στην καπιταλιστική εκμετάλλευση υπό τη δικτατορία του προλεταριάτου.

Για μια Μαρξιστική αξιολόγηση των πολιτικών του Ντενγκ και των διαδόχων του, δεν μπορεί κανείς απλώς να απορρίψει από θέση αρχής τις μεταρρυθμίσεις της αγοράς ή οποιονδήποτε συμβιβασμό με τον καπιταλισμό. Αλλά, πρέπει να εξετάζει κανείς τους όρους και τους στόχους των συμφωνιών και κατά πόσο ενίσχυσαν τη συνολική θέση της εργατικής τάξης. Στο Τρίτο Συνέδριο της Κομιντέρν, ο Λένιν περιέγραψε με τον ακόλουθο τρόπο την προσέγγισή του για τις εξωτερικές παραχωρήσεις του σοβιετικού εργατικού κράτους:

«Ομολογούμε εντελώς ανοιχτά, δεν το κρύβουμε ότι οι εκχωρήσεις μέσα στο σύστημα του κρατικού καπιταλισμού σημαίνουν φόρο υποτελείας στον καπιταλισμό. Κερδίζουμε όμως χρόνο, και να κερδίσεις χρόνο σημαίνει να κερδίσεις το παν, ιδιαίτερα στην περίοδο ισορ[ρ]οπίας, όταν οι σύντροφοί μας του εξωτερικού προετοιμάζουν γερά την επανάστασή τους. Και όσο πιο σοβαρή θα είναι η προετοιμασία της επανάστασης, τόσο πιο σίγουρη θα είναι η νίκη της. Ως τότε όμως θα είμαστε υποχρεωμένοι να πληρώνουμε φόρο υποτελείας».

— «Έκθεση για την Τακτική του ΚΚΡ 5 του Ιούλη» (1921)

Ο Λένιν επιδίωξε να προσελκύσει ξένα κεφάλαια στη Ρωσία ως μέσο προώθησης της οικονομικής ανάπτυξης και να κερδίσει χρόνο μέχρι η επανάσταση να επεκταθεί διεθνώς. Οι συμβιβασμοί που ήταν έτοιμος να κάνει δεν περιείχαν την παραμικρή υπόνοια ότι ο αγώνας κατά του καπιταλισμού επρόκειται να παραμεριστεί. Αντιθέτως, επέμενε:

«Η πάλη αυτή άλλαξε μορφές, παραμένει όμως πάλη. Κάθε εκδοχέας παραμένει καπιταλιστής και θα επιδιώκει να υπονομεύσει τη Σοβιετική εξουσία, εμείς όμως πρέπει να επιδιώκουμε να εκμεταλλευτούμε την απληστία του».

— «Συνεδρίαση της Κομμουνιστικής Ομάδας του ΠΚΣΣ – Εισήγηση για τις Εκχωρήσεις» (Απρίλιος 1921)

Αντίθετα, ο Ντενγκ Σιαοπίνγκ διακήρυξε ότι «δεν υπάρχει θεμελιώδης αντίφαση μεταξύ του σοσιαλισμού και της οικονομίας της αγοράς» (1985). Για τον Ντενγκ και τους διαδόχους του, δεν ήταν ποτέ ζήτημα να κερδίσουν χρόνο για την παγκόσμια επανάσταση, αλλά να επιδιώξουν τη χίμαιρα της ανάπτυξης της Κίνας σε ουσιαστική αρμονία με τον καπιταλιστικό κόσμο.

Ενώ τα τελευταία 30 χρόνια έχουν δώσει εκπληκτικά αποτελέσματα όταν εξετάζουμε τα ακατέργαστα οικονομικά δεδομένα, η εικόνα είναι εντελώς διαφορετική όταν αξιολογούμε τη δύναμη του κινεζικού εργατικού κράτους σε ταξική βάση. Η ανάπτυξη της Κίνας έχει χτιστεί πάνω σε ένα θεμέλιο από άμμο: την «ειρηνική συνύπαρξη» με τον παγκόσμιο ιμπεριαλισμό. Υπάρχει μια θεμελιώδης αντίφαση στην άνοδο της Κίνας: όσο ισχυρότερη γίνεται, τόσο περισσότερο υπονομεύει τη συνθήκη που έκανε δυνατή την άνοδό της – την οικονομική παγκοσμιοποίηση υπό την ηγεμονία των ΗΠΑ. Αλλά αντί να συσπειρώσει τη διεθνή εργατική τάξη για την αναπόφευκτη πάλη με τον αμερικανικό ιμπεριαλισμό, το ΚΚΚ οικοδομεί εδώ και δεκαετίες πίστη στην «οικονομική αλληλεξάρτηση», την «πολυμέρεια» και τη «συνεργασία ωφέλιμη για όλους» ως μέσα αποφυγής της σύγκρουσης. Τέτοιες πασιφιστικές αυταπάτες έχουν αποδυναμώσει τη Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας (ΛΔΚ) αφοπλίζοντας την εργατική τάξη, τη μόνη δύναμη που μπορεί να νικήσει αποφασιστικά τον ιμπεριαλισμό.

Η θέση της Κίνας υπονομεύεται περαιτέρω από την ισχυρή εγχώρια καπιταλιστική τάξη που έχει αναδυθεί στην ηπειρωτική χώρα και έχει άμεσο συμφέρον από την καταστροφή του εργατικού κράτους. Μακριά από το να αναγνωρίσει αυτή τη θανάσιμη απειλή για το κοινωνικό σύστημα, το ΚΚΚ έχει ενθαρρύνει ανοιχτά την ανάπτυξη αυτής της τάξης, τονίζοντας τη συμβολή της στην οικοδόμηση του «σοσιαλισμού με κινεζικά χαρακτηριστικά». Δεν χρειάζεται να είναι κανείς μελετητής του Μαρξ για να καταλάβει ότι μια τάξη της οποίας η εξουσία στηρίζεται στην εκμετάλλευση της εργατικής τάξης είναι θανάσιμος εχθρός της δικτατορίας του προλεταριάτου, του καθεστώτος που βασίζεται στο ότι η εργατική τάξη έχει την κρατική εξουσία.

Για τον Λένιν, η μόνη αρχή που αφορούσε την εγκαθίδρυση ξένων καπιταλιστικών παραχωρήσεων ήταν η διατήρηση της εξουσίας του προλεταριάτου και η βελτίωση των συνθηκών του, ακόμη και αν αυτό σήμαινε «150%» κέρδη για τους καπιταλιστές. Όλη του η στρατηγική βασίστηκε στην επαναστατική προοπτική του προλεταριάτου, τόσο στη Ρωσία όσο και στο εξωτερικό. Αυτή η προοπτική δεν έχει καμία σχέση με εκείνη της γραφειοκρατίας του ΚΚΚ, η οποία φοβάται την επανάσταση σαν την πανούκλα και πάνω απ’ όλα επιδιώκει την πολιτική σταθερότητα για να διατηρήσει τα γραφειοκρατικά της προνόμια. Μακριά από την οικοδόμηση της «κοινής ευημερίας», οι πολιτικές του ΚΚΚ προσπάθησαν να κρατήσουν τις φιλοδοξίες της εργατικής τάξης υποταγμένες και να διατηρήσουν τις συνθήκες εργασίας όσο το δυνατόν πιο άθλιες για να ανταγωνιστούν τους εργάτες στο εξωτερικό και να εξασφαλίσουν επενδύσεις σε κεφάλαιο. Αυτοί που έχουν επωφεληθεί δεν είναι οι «άνθρωποι που εργάζονται σκληρά» αλλά μια μικρή κλίκα γραφειοκρατών και καπιταλιστών. Η αλήθεια είναι ότι το ΚΚΚ έχει συνεργαστεί με τους καπιταλιστές στο εσωτερικό και στο εξωτερικό ενάντια στους εργάτες στην Κίνα και διεθνώς. Αυτή η προδοσία που πραγματοποιείται στο όνομα του «σοσιαλισμού» αμαυρώνει τη ΛΔΚ στα μάτια της διεθνούς εργατικής τάξης και υπονομεύει την υπεράσπιση της Επανάστασης του 1949.

IV. ΚΑΤΑΠΟΛΕΜΩΝΤΑΣ ΤΟΝ ΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΙΣΜΟ ΜΕ ΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΙΣΜΟ

Η ισχυρή πολιτική συναίνεση σε όλη τη Δύση μετά το 1991 δεν σήμαινε ότι δεν υπήρχαν αντίθετες φωνές από την αριστερά και τη δεξιά. Ωστόσο, σε γενικές γραμμές, οι διαφωνίες αυτές δεν αμφισβητούσαν τις βασικές ιδεο­λογικές προϋποθέσεις της φιλελεύθερης παγκόσμιας τάξης πραγμάτων και ακόμη λιγότερο την υλική βάση αυτής της τάξης πραγμάτων: την κυριαρχία του αμερικανικού χρηματιστικού κεφαλαίου. Τα διάφορα κινήματα που αναδύθηκαν στην αριστερά άσκησαν κριτική στο status quo βασισμένα στη φιλελεύθερη ηθική, δηλαδή μέσα από τα βασικά ιδεολογικά θεμέλια της υφιστάμενης κατάστασης πραγμάτων. Είτε ήταν κατά του ελεύθερου εμπορίου, του πολέμου, του ρατσισμού ή της λιτότητας, τα κινήματα της Αριστεράς είχαν όλα ως βάση τον περιορισμό των υπερβολών του ιμπεριαλισμού, διατηρώντας το συνολικό σύστημα άθικτο αλλά χωρίς τις πιο βίαιες πτυχές του. Όπως εξήγησε ο Λένιν για τέτοιες επικρίσεις του ιμπεριαλισμού στην εποχή του, δεν ήταν παρά «ευσεβής πόθος», αφού δεν αναγνώριζαν «τον αδιάρη­­κτο δεσμό του ιμπεριαλισμού με τα τραστ και συνεπώς με τις βάσεις του καπιταλισμού» (Ιμπεριαλισμός). Και έτσι τα διάφορα αριστερά κινήματα στη μετασοβιετική περίοδο κατήγγειλαν, υπέβαλαν αιτήματα, διαδήλωναν, τραγουδούσαν και έτρωγαν τόφου, αλλά απέτυχαν εντελώς στο να οικοδομήσουν μια πραγματική εναντίωση στον φιλελεύθερο ιμπεριαλισμό.

Το Κίνημα Κατά της Παγκοσμιοποίησης

Το κίνημα κατά της παγκοσμιοποίησης βρήκε τον βηματισμό του στις διαδηλώσεις του 1999 στο Σιάτλ για τον ΠΟΕ. Ακολούθησαν διάφορα παρόμοια κινήματα σε όλο τον κόσμο και τελικά γεννήθηκε το Παγκόσμιο Κοινωνικό Φόρουμ. Το ίδιο το κίνημα ήταν ένα εκλεκτικό μείγμα σωματείων, περιβαλλοντολόγων, ΜΚΟ, ομάδων αυτοχθόνων, αναρχικών και σοσιαλιστών. Αυτό το συνοθύλευμα δεν είχε καμία συνοχή ή κοινό στόχο· ήταν ένας συνασπισμός των χαμένων της παγκοσμιοποίησης, οι οποίοι προσπαθούσαν να σταματήσουν τους τροχούς του καπιταλισμού από το να γυρίζουν, και της αριστερής πτέρυγας του φιλελευθερισμού, η οποία προσπαθούσε να κάνει τους κύκλους του λιγότερο βίαιους.

Στα σωματεία, η εναντίωση στην παγκοσμιοποίηση ωθήθηκε από την αντίσταση της εργατικής τάξης στις απώλειες θέσεων εργασίας λόγω της μεταφοράς της παραγωγής στο εξωτερικό. Αν διοχετευόταν σωστά, αυτή η δικαιολογημένη οργή της εργατικής τάξης θα μπορούσε να αλλάξει την ισορροπία των ταξικών δυνάμεων διεθνώς και να σταματήσει την επίθεση του χρηματιστικού κεφαλαίου. Αυτό θα απαιτούσε ισχυρούς αμυντικούς αγώνες που θα έρχονταν άμεσα αντιμέτωποι με τα συμφέροντα του μονοπωλιακού κεφαλαίου: καταλήψεις εργοστασίων, απεργίες, καμπάνιες για οργάνωση στα σωματεία. Αλλά οι ηγέτες των σωματείων έκαναν το αντίθετο.

Στις ΗΠΑ αντιτάχθηκαν στη δημιουργία υπεράκτιας βιομηχανίας και στη NAFTA, αλλά πανηγύριζαν ενεργά για την κυριαρχία του αμερικανικού καπιταλισμού στον κόσμο, στην οποία οι ίδιοι είχαν συμβάλει να επιτευχθεί μέσω της εμπλοκής τους στην «καταπολέμηση του κομμουνισμού». Τα σωματεία δεν μπορούσαν να δώσουν μάχη για την υπεράσπιση των θέσεων εργασίας, ενώ συνέχιζαν να υποστηρίζουν τον ίδιο τον παράγοντα που οδηγεί στην υπεράκτια βιομηχανία – την ιμπεριαλιστική κυριαρχία των ΗΠΑ. Και την υποστήριξαν, από τις προστατευτικές αντιμεξικανικές και αντικινεζικές εκστρατείες τους μέχρι την υποστήριξη του Μπιλ Κλίντον για την προεδρία. Στην Ευρώπη ακόμη και η επίσημη εναντίωση στο ελεύθερο εμπόριο ήταν πολύ πιο αδύναμη και πολλά σωματεία έκαναν ενεργή εκστρατεία υπέρ της Συνθήκης του Μάαστριχτ και της ΕΕ. Εκείνα που δεν το έκαναν, όπως και τα αντίστοιχα αμερικανικά, αρνήθηκαν να παλέψουν ενάντια στην άρχουσα τάξη που βρισκόταν πίσω από την οικονομική φιλελευθεροποίηση, επιδιώκοντας αντίθετα ένα μπλοκ μεταξύ εργασίας και κεφαλαίου σε εθνική βάση ενάντια στα «ξένα συμφέροντα». Και στις δύο περιπτώσεις το αποτέλεσμα ήταν η απόλυτη καταστροφή για την εργατική τάξη, με μαζικές απώλειες θέσεων εργασίας και την παρακμή ολόκληρων περιοχών.

Η άλλη πλευρά του κινήματος κατά της παγκοσμιο­ποίησης αποτελούνταν από διάφορες ΜΚΟ, αναρχικούς, οικολόγους και σοσιαλιστικές ομάδες. Όπως οι περισσότερες από αυτές τις ομάδες επέμεναν, δεν ήταν αντίθετες με την παγκοσμιοποίηση, αλλά επιδίωκαν μια «δικαιότερη», «δημοκρατική» και «φιλική προς το περιβάλλον» παγκοσμιοποίηση. Όπως εξηγήθηκε προηγουμένως, η παγκοσμιοποίηση δεν μπορεί να είναι δίκαιη υπό τον ζυγό του ιμπεριαλισμού και η νεοφιλελεύθερη επίθεση θα μπορούσε να σταματηθεί μόνο με την ενίσχυση της θέσης της διεθνούς εργατικής τάξης. Το κίνημα κατά της παγκοσμιοποίησης δεν μπορούσε να κάνει τίποτα για να το προωθήσει αυτό, επειδή ενστερνίστηκε την ίδια φιλελεύθερη θριαμβολογία, τις συνέπειες της οποίας υποτίθεται ότι πολεμούσε. Το κίνημα ισχυριζόταν ότι η ταξική πάλη είχε τελειώσει και ότι τα έθνη-­κράτη είχαν αντικατασταθεί από τις διεθνείς επιχειρήσεις... οπότε προφανώς δεν οργάνωσε την ταξική πάλη ενάντια στα ιμπεριαλιστικά κράτη που στήριζαν την παγκοσμιοποίηση.

Εφόσον το κίνημα θεωρούσε την παγκοσμιοποίηση ουσιαστικά αναπόφευκτη και θεωρούσε την εργατική τάξη στην καλύτερη περίπτωση ασήμαντη, δεν έκανε τίποτα για να αντιταχθεί στην απώλεια εκατομμυρίων θέσεων εργασίας. Η Αριστερά κατήγγειλε τον προστατευτικό σοβινισμό που διακήρυσσαν ορισμένοι συνδικαλιστές γραφειοκράτες και αντιδραστικοί πολιτικοί, αλλά το έκανε χωρίς να παρέχει ένα πρόγραμμα για την υπεράσπιση των θέσεων και των συνθηκών εργασίας. Αυτό σήμαινε ότι αποτελούσε την αριστερή ηχώ των Μπους και Κλίντον, οι οποίοι επίσης κατήγγειλαν τον προστατευτισμό και τον νατιβισμό, προς όφελος της εξωτερικής επέκτασης των ΗΠΑ. Η βασική αλήθεια που απορρίπτεται από το κίνημα κατά της παγκοσμιοποίησης είναι ότι μια πραγματική υπεράσπιση των θέσεων εργασίας της εργατικής τάξης στις ΗΠΑ και την Ευρώπη δεν θα ήταν ενάντια στα συμφέροντα των εργατών του Τρίτου Κόσμου, αλλά θα ενίσχυε τη θέση τους βάζοντας φρένο στην αυξημένη ιμπεριαλιστική λεηλασία. Για να είναι διεθνιστική η εργατική τάξη δεν πρέπει να γίνει «φιλελεύθερη» και «διαφωτισμένη»· πρέπει να ενωθεί για να ανατρέψει τον ιμπεριαλισμό. Κάθε αγώνας κατά της ιμπεριαλιστικής αστικής τάξης θα ενώσει αντικειμενικά τη διεθνή εργατική τάξη και θα την αποσπάσει από τις εθνικιστικές ηγεσίες της.

Ενώ το κίνημα κατά της παγκοσμιοποίησης κατάφερε να προκαλέσει μερικές ταραχές, αυτές δεν αποτέλεσαν απειλή για τον φιλελεύθερο ιμπεριαλισμό. Παραλυμένο από μια θεμελιώδη αφοσίωση στο status quo, το κίνημα ήταν τελικά μόνο μια υποσημείωση στη συντριπτική επίθεση του χρηματιστικού κεφαλαίου τη δεκαετία του 1990 και στις αρχές της δεκαετίας του 2000. Τελικά, ακόμη και η επίσημη εναντίωση στη NAFTA και την ΕΕ εγκαταλείφθηκε από το σύνολο σχεδόν του εργατικού κινήματος και της αριστεράς. Η ανικανότητα των δυνάμεων που αντιτάχθηκαν στην παγκοσμιοποίηση είναι αυτή που ώθησε εκατομμύρια εργάτες στη Δύση προς δημαγωγούς όπως ο Τραμπ, στη Γαλλία η Λεπέν και στην Ιταλία η Μελόνι.

Η Αντικαθεστωτική Αριστερά μετά το 2008
στις ΗΠΑ και την Ευρώπη

Η πιστωτική φούσκα του 2007 σηματοδότησε το αποκορύφωμα της φιλελεύθερης παγκόσμιας τάξης πραγμάτων. Η επακόλουθη οικονομική κρίση αποτέλεσε σημαντικό σημείο καμπής, καθώς η δυναμική που συνέβαλε στη σταθερότητα και την οικονομική ανάπτυξη – αύξηση του παγκόσμιου εμπορίου, αύξηση της παραγωγικότητας, πολιτική και γεωπολιτική συναίνεση – κατέρρευσε και αντιστράφηκε. Ενώ η κρίση και τα επακόλουθά της δεν έδωσαν τέλος στη μετασοβιετική εποχή, επιτάχυναν τις τάσεις που την υπονόμευσαν. Σε μεγάλο μέρος του Δυτικού κόσμου, εκατομμύρια απώλειες θέσεων εργασίας και εξώσεις που ακολουθήθηκαν από ένα κύμα λιτότητας δημιούργησαν βαθιά πολιτική δυσαρέσκεια. Για πρώτη φορά από τη δεκαετία του 1990, εμφανίστηκαν μεγάλα πολιτικά κινήματα που επιτέθηκαν σε βασικούς πυλώνες της μετασοβιετικής συναίνεσης. Στα δεξιά ο προστατευτισμός, η εναντίωση στην «πολυμέρεια» και ο ανοιχτός σοβινισμός έγιναν κυρίαρχες τάσεις. Στα αριστερά ήταν η εναντίωση στη λιτότητα, οι εκκλήσεις για εθνικοποιήσεις και σε ορισμένα τμήματα η αντίθεση στο ΝΑΤΟ. Τα χαρακτηριστικά αυτών των κινημάτων ποικίλλουν σε μεγάλο βαθμό, ωστόσο ένα συμπέρασμα επιβάλλεται: ενώ η λαϊκιστική δεξιά εμφανίζεται σήμερα αναζωογονημένη μετά από μια ορισμένη πτώση το 2020, τα αντικαθεστωτικά κινήματα της αριστεράς έχουν ως επί το πλείστον καταρρεύσει. Τι εξηγεί αυτή την αποτυχία;

Η αντικαθεστωτική αριστερά ωθήθηκε στο προσκήνιο μετά από δεκαετίες νεοφιλελεύθερων επιθέσεων που επιδεινώθηκαν μετά το 2008, και στην περίπτωση των ΗΠΑ και της Βρετανίας, από την αντίθεση στις στρατιωτικές επεμβάσεις στο Αφγανιστάν και το Ιράκ. Ενώ τα κινήματα αυτά αντέδρασαν κατά του κατεστημένου, δεν ήρθαν σε αποφασιστική ρήξη μαζί του. Με τον δικό τους τρόπο, το καθένα ήταν δεμένο με την ιμπεριαλιστική αστική τάξη που ήταν υπεύθυνη για τον εξευτελισμό των κοινωνικών συνθηκών. Οι σημαιοφόροι αυτής της τάσης ήταν ο Κόρμπιν στη Βρετανία, ο Σάντερς στις ΗΠΑ, ο ΣΥΡΙΖΑ στην Ελλάδα και οι Podemos στην Ισπανία. Σε αντίθεση με αυτούς, ο Μελανσόν στη Γαλλία δεν έχει ακόμη εμφανώς αποτύχει. Ωστόσο, το κίνημά του περιέχει όλα τα συστατικά που οδήγησαν στην κατάρρευση των ξένων ομολόγων του.

Στην περίπτωση του Σάντερς, είναι εκπρόσωπος του Δημοκρατικού Κόμματος, ενός εκ των δύο κομμάτων του αμερικανικού ιμπεριαλισμού. Οι ομιλίες του για «μια πολιτική επανάσταση» ενάντια στην «τάξη των δισεκατομμυριούχων» δεν σήμαιναν τίποτα δεδομένης της πίστης του σε ένα κόμμα που εκπροσωπεί τους δισεκατομμυριούχους. Επιπλέον, ως φιλελεύθερος ρεφορμιστής πολιτικός, η μεγάλη μεταρρύθμιση που υποσχέθηκε ο Σάντερς, το «Medicare for All», ήταν πάντα υποταγμένη στην ενότητα με τους «προοδευτικούς» καπιταλιστές των Δημοκρατικών ενάντια στους πιο αντιδραστικούς Ρεπουμπλικάνους. Στο όνομα της «καταπολέμησης της δεξιάς», ο Σάντερς πρόδωσε τις αρχές στις οποίες ισχυριζόταν ότι στηρίζεται. Όσο περισσότερο ο Σάντερς καταπατούσε τις προσδοκίες του κινήματος που εκπροσωπούσε, τόσο περισσότερο ανέβαινε στο κατεστημένο του Δημοκρατικού Κόμματος. Όσοι σήμερα θέλουν να αναδημιουργήσουν αυτό το κίνημα έξω από το Δημοκρατικό Κόμμα και χωρίς τον Σάντερς αδυνατούν να κατανοήσουν ότι το ίδιο το πρόγραμμα του φιλελεύθερου ρεφορμισμού είναι που οδηγεί στη συνθηκολόγηση με την άρχουσα τάξη. Κάθε πρόγραμμα που επιδιώκει να συμφιλιώσει τα συμφέροντα της εργατικής τάξης με τη διατήρηση του αμερικανικού καπιταλισμού θα αναζητήσει αναγκαστικά υποστήριξη σε μία από τις δύο πτέρυγες του αμερικανικού καπιταλισμού. Για να σπάσει τον αντιδραστικό κύκλο της αμερικανικής πολιτικής και να προωθήσει πραγματικά τα συμφέροντά της, η εργατική τάξη χρειάζεται το δικό της κόμμα που θα οικοδομηθεί σε πλήρη αντίθεση τόσο με τους φιλελεύθερους όσο και με τους συντηρητικούς.

Το κίνημα του Κόρμπιν ήταν παρόμοιο με αυτό γύρω από τον Σάντερς, αλλά διέφερε σε δύο σημαντικά σημεία. Το πρώτο είναι ότι το Εργατικό Κόμμα, σε αντίθεση με το Δημοκρατικό Κόμμα, είναι ένα αστικό εργατικό κόμμα. Η εργατική του βάση εξηγεί εν μέρει γιατί ο Κόρμπιν μπόρεσε να κερδίσει την ηγεσία των Εργατικών, ενώ ο Σάντερς σταμάτησε από το κατεστημένο των Δημοκρατικών. Η άλλη σημαντική διαφορά είναι ότι ο Κόρμπιν πέρασε κόκκινες γραμμές σε ζητήματα εξωτερικής πολιτικής. Η αντίθεσή του στο ΝΑΤΟ και την ΕΕ, οι επικρίσεις του για το πραξικόπημα του 2014 που υποστηρίχθηκε από το ΝΑΤΟ στην Ουκρανία, η υποστήριξή του στους Παλαιστίνιους και η αντίθεσή του στα πυρηνικά όπλα ήταν εντελώς μη αποδεκτά για την άρχουσα τάξη.

Μπροστά στη λυσσαλέα εχθρότητα του βρετανικού κατεστημένου και σε ένα συνεχιζόμενο αντάρτικο εναντίον του στο ίδιο του το κόμμα, οι εναλλακτικές που τέθηκαν για τον Κόρμπιν ήταν να αντιμετωπίσει την άρχουσα τάξη κατά πρόσωπο ή να συνθηκολογήσει. Όμως το πρόγραμμα του Κόρμπιν, του πασιφισμού και του Εργατικού ρεφορμισμού, επιδιώκει να κατευνάσει τον ταξικό πόλεμο, όχι να τον κερδίσει. Έτσι, σε κάθε στροφή ο Κόρμπιν προσπάθησε να κατευνάσει την άρχουσα τάξη και τη δεξιά πτέρυγα του κόμματός του αντί να κινητοποιήσει την εργατική τάξη και τη νεολαία εναντίον τους. Ο Κόρμπιν συνθηκολόγησε για την ανανέωση του πυρηνικού προγράμματος υποβρυχίων Trident, για την αυτοδιάθεση της Σκωτίας, για το ζήτημα Ισραήλ-­Παλαιστίνης, για το ΝΑΤΟ και πιο αποφασιστικά για το Brexit. Το παράδειγμα του Κόρμπιν, ακόμα περισσότερο από του Σάντερς, είναι μια κλασική περίπτωση της απόλυτης ανικανότητας του ρεφορμισμού στη διεξαγωγή της ταξικής πάλης.

Η περίπτωση του ΣΥΡΙΖΑ είναι διαφορετική στο ότι ήρθε στην εξουσία στην Ελλάδα ως αποτέλεσμα της μαζικής εναντίωσης στη λιτότητα που επέβαλε η ΕΕ. Η ταχύτητα της ανόδου του συνδυάστηκε μόνο με το βάθος της προδοσίας του. Αφού διοργάνωσε ένα δημοψήφισμα το 2015, το αποτέλεσμα του οποίου απέρριψε με συντριπτική πλειοψηφία το πακέτο λιτότητας της ΕΕ, ο ΣΥΡΙΖΑ καταπάτησε κατάφωρα τη λαϊκή βούληση ενδίδοντας στις ιμπεριαλιστικές απαιτήσεις για ακόμη πιο σκληρές επιθέσεις στους Έλληνες εργαζόμενους. Ο λόγος για αυτή την προδοσία έγκειται στην ταξική φύση και το πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ. Η μόνη δύναμη που μπορεί να ορθώσει ανάστημα στον ιμπεριαλισμό στην Ελλάδα είναι η οργανωμένη εργατική τάξη. Αλλά ο ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι ένα κόμμα της εργατικής τάξης. Ισχυρίστηκε ότι μπορεί να υπηρετήσει τόσο τους Έλληνες καπιταλιστές όσο και τους εργάτες και τους καταπιεζόμενους της Ελλάδας... και όλα αυτά διατηρώντας τη χώρα στην ΕΕ. Αυτός ο μύθος κατέρρευσε στην πρώτη επαφή με την πραγματικότητα. Ενώ το μεγαλύτερο μέρος της αριστεράς επευφημούσε τον ΣΥΡΙΖΑ μέχρι την προδοσία του, το Κομμουνιστικό Κόμμα έμεινε στην άκρη, αρνούμενο ακόμη και ότι η Ελλάδα καταπιέζεται από τον ιμπεριαλισμό. Οι συνέπειες και των δύο πολιτικών είχαν σκληρό αντίτιμο πάνω στον ελληνικό λαό. Αυτή η πανωλεθρία δείχνει την επείγουσα ανάγκη στην Ελλάδα για ένα κόμμα που να συνδυάζει τον αγώνα για εθνική απελευθέρωση με την ανάγκη για ταξική ανεξαρτησία και εργατική εξουσία.

Καθώς ο κόσμος εισέρχεται σε μια περίοδο οξείας κρίσης, το εργατικό κίνημα στη Δύση βρίσκεται πολιτικά αποδιοργανωμένο και αποθαρρυμένο, προδομένο από τις δυνάμεις στις οποίες εναπόθεσε την πίστη του. Ενώ αυτό θα οδηγήσει αναμφίβολα σε κέρδη για τη δεξιά βραχυπρόθεσμα, μια νέα εξέγερση της εργατικής τάξης και των λαϊκών μαζών θα θέσει και πάλι την ανάγκη για πολιτικές εναλλακτικές απέναντι στους εκπροσώπους του φιλελεύθερου κατεστημένου. Είναι θεμελιώδες να αντλήσουμε τα διδάγματα από τις αποτυχίες του παρελθόντος, προκειμένου να αποφευχθεί ένας νέος κύκλος ηττών και αντίδρασης.

Covid-­19, Φιλελεύθερη Καταστροφή

Κατά τη διάρκεια της πανδημίας του Covid-­19, η αριστερά δεν προσέφερε ούτε καν μια χλιαρή εναντίωση στο φιλελεύθερο κατεστημένο. Καθώς οι αστικές τάξεις σε όλο τον κόσμο κλείδωναν τους πληθυσμούς τους για μήνες, ενώ δεν έκαναν τίποτα για να διορθώσουν τα καταρρέοντα συστήματα υγειονομικής περίθαλψης και τις τρομερές συνθήκες διαβίωσης, η αριστερά ζητωκραύγαζε και ζητούσε όλο και πιο αυστηρά lockdown. Κάθε επίθεση εναντίον της εργατικής τάξης γινόταν δεκτή στο όνομα του «ακολουθούμε την επιστήμη». Η βασική αντίληψη ότι η επιστήμη στην καπιταλιστική κοινωνία δεν είναι ουδέτερη αλλά χρησιμοποιείται για να εξυπηρετήσει τα συμφέροντα της αστικής τάξης πετάχτηκε από το παράθυρο ακόμη και από εκείνους που ισχυρίζονταν ότι είναι Μαρξιστές.

Το αποτέλεσμα μιλάει από μόνο του. Εκατομμύρια πέθαναν από τον ιό, εκατομμύρια έχασαν τις δουλειές τους, οικογένειες κλείστηκαν στα σπίτια τους εις βάρος των γυναικών, των παιδιών και της ψυχικής υγείας. Δεδομένου ότι η επιστήμη χρησιμοποιήθηκε για να δικαιολογήσει τη μία αντιδραστική πολιτική μετά την άλλη, εκατομμύρια άνθρωποι στράφηκαν εναντίον της «επιστήμης» και αρνήθηκαν τα σωτήρια εμβόλια. Σώθηκε το σύστημα υγειονομικής περίθαλψης; Όχι, παντού είναι πολύ χειρότερο από πριν. Προστατεύτηκαν οι εργαζόμενοι από τον ιό; Όχι, συνέχισαν να εργάζονται σε επικίνδυνες συνθήκες. Προστατεύτηκαν οι ηλικιωμένοι; Πολλοί από αυτούς πέθαναν σε ετοιμόρροπους οίκους ευγηρίας. Όσοι έζησαν είδαν την ποιότητα και το προσδόκιμο ζωής τους να μειώνεται λόγω της κοινωνικής απομόνωσης και της έλλειψης άσκησης. Η κρίση στους οίκους ευγηρίας και τα κέντρα για συνταξιούχους είναι χειρότερη από ποτέ.

Στο όνομα του «να σωθούν ζωές», οι φιλελεύθεροι και η αριστερά υποστηρίζουν ότι δεν υπήρχε εναλλακτική λύση από την υποταγή στις κυβερνήσεις και την «επιστήμη». Υπήρχε όμως μία. Η εργατική τάξη έπρεπε να πάρει την κατάσταση στα χέρια της και να εξασφαλίσει μια απάντηση που να ανταποκρίνεται στα ταξικά της συμφέροντα. Τα σωματεία έπρεπε να αγωνιστούν για ασφαλείς χώρους εργασίας ενάντια είτε στο κλείσιμό τους είτε στις παγίδες θανάτου στη δουλειά. Όσο τα αφεντικά και οι κυβερνήσεις ελέγχουν την ασφάλεια στην εργασία αντί για τα σωματεία, οι εργάτες θα πεθαίνουν από θανάτους που μπορούσαν να προληφθούν. Τα σωματεία στην υγειονομική περίθαλψη και τα σχολεία έπρεπε να αγωνιστούν για καλύτερες συνθήκες, όχι να θυσιάζονται για απατηλά μελλοντικά κέρδη. Αυτές οι θυσίες δεν έσωσαν τις δημόσιες υπηρεσίες, αλλά επέτρεψαν στην άρχουσα τάξη να τις συμπιέ­σει ακόμη περισσότερο. Μόνο με τον αγώνα ενάντια στην άρχουσα τάξη και τα lockdown της θα μπορούσαν οποιαδήποτε από τα κοινωνικά δεινά που κρύβονται πίσω από την κρίση να αντιμετωπιστούν, είτε πρόκειται για την υγειονομική περίθαλψη, τη στέγαση, τις συνθήκες εργασίας, τις δημόσιες μεταφορές ή τη φροντίδα των ηλικιωμένων.

Η απόλυτη υποταγή του εργατικού κινήματος στα lockdown εγγυήθηκε ότι οποιαδήποτε αντίθεση στις καταστροφικές συνέπειες της πανδημίας θα κυριαρχούνταν από δεξιές και συνωμοσιολογικές δυνάμεις. Πολλοί από τους ανθρώπους που συμμετείχαν σε μαζικές διαδηλώσεις κατά των lockdown ή σε διαμαρτυρίες κατά των υποχρεωτικών εμβολιασμών το έκαναν από δικαιολογημένη οργή για τις κοινωνικές συνέπειες των καπιταλιστικών πολιτικών κατά τη διάρκεια της πανδημίας. Αντί να τεθεί επικεφαλής και να διοχετεύσει αυτά τα αισθήματα σε έναν αγώνα για την προώθηση των συνθηκών της εργατικής τάξης, η αριστερά στη συντριπτική της πλειοψηφία τα κατήγγειλε και επευφημούσε την καταστολή τους από το κράτος.

Οι βάσεις για την απόλυτη προδοσία της αριστεράς και του εργατικού κινήματος στην πανδημία τέθηκαν καθ’ όλη τη διάρκεια της μετασοβιετικής περιόδου. Όταν χτύπησε αυτή η κρίση παγκοσμίων διαστάσεων και η αστική τάξη χρειαζόταν περισσότερο από ποτέ εθνική ενότητα, το εργατικό κίνημα στάθηκε προσοχή και στοίχισε πιστά την εργατική τάξη πίσω από την «επιστήμη» και την «κοινή θυσία». Ενώ οι κυβερνήσεις και το μεγαλύτερο μέρος της αριστεράς προσπαθούν να κρύψουν την πανδημία κάτω από το χαλί, δεν θα ξεφύγουν τόσο εύκολα. Οι συνέπειες αυτής της καταστροφής έχουν αφήσει βαθύ αποτύπωμα στην εργατική τάξη και τη νεολαία, ωθώντας τους να αναζητήσουν απαντήσεις και εναλλακτικές λύσεις.

V. Η ΠΑΡΑΚΜΑΖΟΥΣΑ ΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΗ ΤΑΞΗ ΠΡΑΓΜΑΤΩΝ

Η Ύβρις Μετατρέπεται σε Υστερία

Από τη δεκαετία του 1980 έως τις αρχές της δεκαε­τίας του 2000, η δυναμική της παγκόσμιας πολιτικής ευνοούσε τη σχετική ενίσχυση της δύναμης των ΗΠΑ. Όσο περισσότερο οι ΗΠΑ βελτίωναν την οικονομική, στρατιωτική και πολιτική τους θέση, τόσο ισχυρότερη ήταν η κεντρομόλος δύναμη που ενίσχυε τη φιλελεύθερη παγκόσμια τάξη πραγμάτων. Αυτή η αυτοτροφοδοτούμενη δυναμική έφτασε στο αποκορύφωμά της μετά την αντεπανάσταση στη Σοβιετική Ένωση. Επέτρεψε την εκτεταμένη πολιτική και οικονομική φιλελευθεροποίηση με σχετικά περιορισμένη άμεση παρέμβαση από τις ΗΠΑ. Εκείνη την εποχή, τα ρεύματα της ιστορίας έμοιαζαν να ωθούν τα συμφέροντα του αμερικανικού καπιταλισμού προς τα εμπρός.

Αλλά στην πολιτική, όπως και στη φυσική, υπάρχει αντίδραση σε κάθε δράση. Αναπόφευκτα, οι συνέπειες της αμερικανικής ηγεμονίας ώθησαν αντίρροπες δυνάμεις. Οι ολοένα και πιο απερίσκεπτες στρατιωτικές επεμβάσεις των ΗΠΑ αποτελούσαν γεωπολιτικές καταστροφές, σπαταλούσαν πόρους και σκλήραιναν την εναντίωση στην αμερικανική εξωτερική πολιτική στο εσωτερικό και το εξωτερικό. Η οικονομική απορρύθμιση και η αποβιομηχανοποίηση αποψίλωσαν την οικονομική ισχύ των ΗΠΑ και ενίσχυσαν τους ανταγωνιστές τους, ενώ παράλληλα έκαναν ολόκληρη την παγκόσμια οικονομία πολύ πιο ασταθή και επιρρεπή σε κρίσεις. Όσο περισσότερο η άρχουσα τάξη των ΗΠΑ χρησιμοποιούσε τον φιλελευθερισμό για να προάγει τα αντιδραστικά της συμφέροντα, τόσο περισσότερο έτρεφε την αντίσταση στον φιλελευθερισμό. Αργά αλλά σταθερά, υπήρχαν αυξανόμενες ενδείξεις ότι οι δυναμικές που ευνοούσαν τη φιλελεύθερη παγκόσμια τάξη πραγμάτων γίνονταν όλο και πιο αδύναμες και οι δυνάμεις που πίεζαν εναντίον της γίνονταν όλο και πιο ισχυρές. Η οικονομική κρίση του 2008, το πραξικόπημα του 2014 και η σύγκρουση στην Ουκρανία, η εκλογή του Ντόναλντ Τραμπ και το Brexit το 2016 αποτελούν όλα σημαντικούς δείκτες αυτής της τάσης.

Καθώς οι ΗΠΑ νιώθουν την ισχύ τους να αποδυναμώνεται, η ύβρις τους έχει μετατραπεί σε υστερία. Προσπαθώντας όλο και πιο έντονα να στηρίξουν την ισχύ τους, αντιμετωπίζουν την Κίνα και τη Ρωσία, συμπιέζουν τους συμμάχους, επιβάλλουν κυρώσεις σε όλο και περισσότερες χώρες. Αλλά αυτές οι προσπάθειες έχουν ολοένα αυξανόμενο κόστος και φέρνουν μειωμένες αποδόσεις. Μακριά από το να σταματήσει την παρακμή της, η αντίδραση των ΗΠΑ την έχει μέχρι στιγμής μόνο εδραιώσει. Σήμερα, μετά την πανδημία και τον πόλεμο στην Ουκρανία, είναι σαφές ότι η δυναμική της παγκόσμιας πολιτικής έχει αντιστραφεί. Δείχνει τώρα προς μια επιταχυνόμενη αποσύνθεση της φιλελεύθερης παγκόσμιας τάξης πραγμάτων. Το ΝΑΤΟ και η Ρωσία εμπλέκονται σε έναν πόλεμο δι’ αντιπροσώπων. Οι σχέσεις ΗΠΑ-­Κίνας βρίσκονται σε μόνιμη κατάσταση εχθρότητας. Ο λαϊκιστικός εθνικισμός βρίσκεται σε άνοδο στον μη ιμπεριαλιστικό κόσμο, λαμβάνοντας τόσο αριστερές (Μεξικό) όσο και δεξιές (Ινδία, Τουρκία) εκφράσεις. Η πολιτική στη Δύση πολώνεται ολοένα και περισσότερο μεταξύ εκείνων που επιδιώκουν να στηρίξουν την ιμπεριαλιστική κυριαρχία σε ρήξη με τον παραδοσιακό φιλελευθερισμό (Τραμπ, Εναλλακτική για τη Γερμανία, Λεπέν, Μελόνι) και εκείνων που επιδιώκουν να τη στηρίξουν επιμένοντας στη φιλελεύθερη σταυροφορία (Μπάιντεν, Τριντό, Γερμανικό Πράσινο Κόμμα).

Η αυξανόμενη αστάθεια του κόσμου δεν αποτελεί μυστήριο για κανέναν. Η αντιπαράθεση αναδύεται σχετικά με τη φύση της σύγκρουσης. Για τους φιλελεύθερους, πρόκειται για μια διαμάχη μεταξύ Δημοκρατίας και Απολυταρχίας. Για τους ελευθεριακούς και τους σοσιαλδημοκράτες, είναι η ελεύθερη αγορά εναντίον της κρατικής παρέμβασης. Για τους Σταλινικούς και τους εθνικιστές του Τρίτου Κόσμου, είναι ένας ανταγωνισμός μεταξύ ηγεμονίας και πολυπολικότητας. Όλοι κάνουν λάθος. Η απάντηση βρίσκεται στα απλά αλλά διεισδυτικά λόγια του Κομμουνιστικού Μανιφέστου: «Μέχρι τώρα, η ιστορία όλης της κοινωνίας είναι ιστορία ταξικών αγώνων». Και έτσι είναι που η σημερινή καταρρέουσα φιλελεύθερη παγκόσμια τάξη πραγμάτων ακολουθεί τους νόμους της ταξικής πάλης. Η θεμελιώδης σύγκρουση που διαμορφώνει τον κόσμο δεν είναι ανάμεσα στο ΚΚΚ και τους καπιταλιστές των ΗΠΑ, τον Τραμπ και τον Μπάιντεν, τον Πούτιν και το ΝΑΤΟ ή τον Λόπες Ομπραδόρ του Μεξικού (AMLO) και τον ιμπεριαλισμό των Γιάνκηδων· είναι ανάμεσα στην κοινωνική αποσύνθεση του καπιταλισμού στο ιμπεριαλιστικό του στάδιο και τα συμφέροντα του παγκόσμιου προλεταριάτου. Όσοι δεν καθοδηγούνται από αυτή την κατανόηση δεν θα μπορέσουν να προσανατολιστούν για την επερχόμενη αναταραχή, πολύ περισσότερο να προωθήσουν τον αγώνα για την ανθρώπινη πρόοδο.

Παγκόσμια Οικονομία: Ένα Γιγαντιαίο Σχήμα Πόνζι

Όπως εξηγήθηκε προηγουμένως, η ηγεμονία των ΗΠΑ επέτρεψε μια προσωρινή βελτίωση της δυνατότητας ανάπτυξης του ιμπεριαλισμού. Αυτή η βελτίωση της οικονομικής συγκυρίας ήταν που επέτρεψε την παρατεταμένη σταθερότητα του καπιταλιστικού κόσμου τις τελευταίες τρεις δεκαετίες. Σήμερα ωστόσο, όχι μόνο οι δυνατότητες επέκτασης έχουν εξαντληθεί αλλά και οι συνθήκες που επέτρεψαν την προηγούμενη επέκταση αντιστρέφονται. Η συνέπεια θα είναι μια σημαντική καταστροφή των παραγωγικών δυνάμεων, με όλη την αστάθεια που τη συνοδεύει. Όπως έγραψε ο Τρότσκι στο έργο του Η Τρίτη Διεθνής Μετά τον Λένιν, «τα κράτη, το ίδιο όπως και οι τάξεις, παλεύουν με μεγαλύτερη μανία όταν πρόκειται να αποσπάσουν μια ισχνή μερίδα που θα ελαττώνεται διαρκώς, παρά όταν είναι πλουσιοπάροχα εφοδιασμένα». Αυτός ο παράγοντας ενισχύει τη σημερινή παγκόσμια κατάσταση και θα συνεχίσει να το κάνει, εκτός και αν υπάρξει κάποια σημαντική αλλαγή στη συγκυρία.

Οι οκταετείς έως δεκαετείς κύκλοι άνθησης και ύφεσης είναι οι φυσιολογικές διακυμάνσεις της καπιταλιστικής οικονομίας. Η άγρια κερδοσκοπία και η υπερπαραγωγή ακολουθούνται από την κατάρρευση και τον πανικό. Η μετασοβιετική περίοδος δεν διέφερε. Ωστόσο, καθώς οι πραγματικές δυνατότητες ανάπτυξης μειώθηκαν, η κερδοσκοπία και η πίστωση έγιναν ο κύριος τρόπος με τον οποίο οι ΗΠΑ προσπάθησαν να στηρίξουν ολόκληρη την τάξη πραγμάτων. Τα επακόλουθα της «Μεγάλης Ύφεσης» του 2008 το αποκάλυψαν αυτό ξεκάθαρα. Αντιμέτωπες με μια πιθανή ύφεση, οι ΗΠΑ συντόνισαν μια ιστορικά πρωτοφανή πιστωτική και νομισματική επέκταση. Αυτό δημιούργησε αναιμική πραγματική ανάπτυξη αλλά γιγαντιαία αύξηση των τιμών των περιουσιακών στοιχείων. Ακόμα και για τους περισσότερους αστούς οικονομολόγους, είναι προφανές ότι αυτό σήμαινε απλώς ότι τέθηκαν οι προϋποθέσεις για μια ακόμα μεγαλύτερη κατάρρευση στην πορεία. Για πάνω από δέκα χρόνια, το εγχειρίδιο ήταν το ίδιο σε κάθε σημάδι εξασθένησης της ανάπτυξης: το να καθυστερούν αυξάνοντας την πίστωση. Κατά τη διάρκεια της πανδημίας του Covid-­19, αυτό προωθήθηκε για άλλη μια φορά, στα υψηλότερα επίπεδα όλων των εποχών. Για να λύσουν τις συνέπειες του κλεισίματος τεράστιων τμημάτων της οικονομίας, οι καπιταλιστές απλώς τύπωσαν χρήμα. Αυτό πάρα ήταν, και τελικά οι δυνατότητες αυτής της προσέγγισης έφτασαν στα όριά τους με την αναπόφευκτη «επιστροφή του πληθωρισμού».

Η δραστική αύξηση των επιτοκίων στις Ηνωμένες Πολιτείες απορροφά τεράστιες ποσότητες ρευστότητας από το παγκόσμιο οικονομικό σύστημα. Όπως εξαιρετικά είπε ο Γουόρεν Μπάφετ, «Μια ανερχόμενη παλίρροια κάνει όλες τις βάρκες να επιπλέουν.... Μόνο όταν η παλίρροια πέφτει, ανακαλύπτεις ποιος κολυμπάει γυμνός». Μετά από μιάμιση δεκαετία εύκολου χρήματος, γιγαντιαία τμήματα της οικονομίας είναι βέβαιο ότι «κολυμπούσαν γυμνά». Όταν το χρήμα σταματήσει, τα αποτελέσματα είναι βέβαιο ότι θα είναι καταστροφικά. Δεδομένου ότι οι ΗΠΑ βρίσκονται στην κορυφή της καπιταλιστικής τροφικής αλυσίδας και ουσιαστικά ελέγχουν τις διεθνείς πιστωτικές συνθήκες, ακόμη και αν αποδειχθεί ότι είναι το επίκεντρο της κρίσης, θα μπορέσουν να χρησιμοποιήσουν την κυρίαρχη θέση τους για να κάνουν τον υπόλοιπο κόσμο να πληρώσει τις συνέπειες. Αυτό θα είναι ιδιαίτερα καταστροφικό για τις χώρες του αναπτυσσόμενου κόσμου, πολλές από τις οποίες βρίσκονται ήδη σε βαθιά κρίση, όπως η Σρι Λάνκα, το Πακιστάν και ο Λίβανος. Αλλά οι συνέπειες θα είναι παγκόσμιες και θα οδηγήσουν αναγκαστικά σε περαιτέρω πλήγματα στην παγκόσμια τάξη πραγμάτων, συμπεριλαμβανομένων και δυνάμεων που οι ΗΠΑ σήμερα θεωρούν συμμάχους.

Ένα σημαντικό μέρος του οικονομικού κατεστημένου είτε ψεύδεται είτε εθελοτυφλεί για τις προοπτικές της παγκόσμιας οικονομίας. Ορισμένα τμήματα της σοσιαλ­δημοκρατικής αριστεράς έχουν υποστηρίξει ότι τα υψηλά επίπεδα κρατικού χρέους δεν προκαλούν μεγάλη ανησυχία και ότι οι εργαζόμενοι θα επωφελούνταν περισσότερο από τα χαμηλά επιτόκια και το μεγαλύτερο χρέος παρά από την τρέχουσα πολιτική των υψηλότερων επιτοκίων. Αυτό είναι ο απόηχος εκείνων της αστικής τάξης που επιθυμούν να καθυστερήσουν για άλλη μια φορά, ελπίζοντας να περάσουν τις επόμενες εκλογές. Η αλήθεια είναι ότι όλες οι εναλλακτικές πολιτικές – υψηλό χρέος, υψηλός πληθωρισμός είτε αποπληθωρισμός – θα χρησιμοποιηθούν για να επιτεθούν στο βιοτικό επίπεδο της εργατικής τάξης. Το θεμελιώδες υποκείμενο πρόβλημα είναι η τεράστια ανισορροπία μεταξύ του κεφαλαίου που υπάρχει στα χαρτιά και των πραγματικών παραγωγικών δυνατοτήτων της παγκόσμιας οικονομίας. Καμία οικονομική μαγεία δεν μπορεί να λύσει αυτό το πρόβλημα. Η μόνη διέξοδος είναι να αναλάβει η εργατική τάξη τον έλεγχο των πολιτικών και οικονομικών ηνίων και να αναδιοργανώσει την οικονομία με ορθολογικό τρόπο.

Για τους δεξιούς οικονομολόγους, η λύση είναι να αφήσουμε την ελεύθερη αγορά να κάνει τη δουλειά της: να δεχτούμε ότι θα υπάρξει μια καταστροφική κρίση, να αφήσουμε τους αδύναμους να πεθάνουν και τους ισχυρούς να αναδυθούν ισχυρότεροι. Αλλά οι εποχές του καπιταλισμού της ελεύθερης αγοράς έχουν περάσει προ πολλού. Η παγκόσμια οικονομία κυριαρχείται από ένα μικρό αριθμό γιγαντιαίων μονοπωλίων που ανταγωνίζονται τα μονοπώλια άλλων χωρών. Κανένα κράτος δεν είναι έτοιμο να αφήσει τα μονοπώλιά του να καταρρεύσουν. Αν η Ford και η GM χρεοκοπήσουν, αυτό δεν θα αναζωογονήσει την αμερικανική ελεύθερη επιχειρηματικότητα, αλλά θα ενισχύσει την Toyota και τη Volkswagen. Ο αχαλίνωτος καπιταλισμός δεν οδηγεί σε ελεύθερες αγορές αλλά σε μονοπώλια. Από τη μία πλευρά, αυτό αντανακλά την τάση προς την κεντρικά σχεδιασμένη παραγωγή σε παγκόσμια κλίμακα. Αλλά από την άλλη, υπό τον ιμπεριαλισμό, τα μονοπώλια εμποδίζουν την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, οδηγώντας σε παρακμή και παρασιτισμό.

Για τους σοσιαλδημοκράτες, όπως ο οικονομολόγος Μάικλ Χάντσον, η πανάκεια είναι η «μικτή οικονομία» – ο καπιταλισμός με κρατική παρέμβαση και ρύθμιση. Ενώ αυτό θεωρούνταν αίρεση στους οικονομικούς και κυβερνητικούς κύκλους τις τελευταίες δεκαετίες, ο σχεδιασμός γίνεται και πάλι της μόδας. Αυτό δεν γίνεται από διαφωτισμό, αλλά επειδή ο εθνικός καπιταλισμός χρειάζεται στήριξη για να αποφύγει τη χρεοκοπία και να ανταγωνιστεί την Κίνα. Ενώ η εργατική τάξη μπορεί να αποσπάσει παραχωρήσεις από τους καπιταλιστές μέσω της ταξικής πάλης, δεν είναι δυνατόν να ξεφορτωθεί τις αντιφάσεις του ιμπεριαλισμού με κανονισμούς. Ο ανορθολογισμός και ο παρασιτισμός του συστήματος έχουν τις ρίζες τους στην ίδια τη δυναμική της καπιταλιστικής συσσώρευσης. Η ίδια η κυβέρνηση δεν αποτελεί αντίβαρο στη μικροσκοπική κλίκα των καπιταλιστών χρηματιστών, αλλά χρησιμεύει ως η εκτελεστική τους επιτροπή. Όταν παρεμβαίνει σε οικονομικά ζητήματα, αυτό γίνεται τελικά προς όφελος της ιμπεριαλιστικής άρχουσας τάξης.

Πόλεμος Ουκρανίας-­Ρωσίας: Στρατιωτική Πρόκληση για την Ηγεμονία των ΗΠΑ

Η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία είναι μακράν η μεγαλύτερη πρόκληση για την ηγεμονία των ΗΠΑ μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης. Το γεγονός ότι μια μεγάλη δύναμη είχε την αυτοπεποίθηση να αψηφήσει τις ΗΠΑ τόσο ευθέως – και μέχρι στιγμής τη γλίτωσε – υποδηλώνει μια πραγματικά δραστική αλλαγή. Αυτός ο πόλεμος δεν μοιάζει με κανέναν από τους πολέμους των τελευταίων δεκαετιών. Δεν είναι ένας χαμηλού επιπέδου πόλεμος κατά μιας εξέγερσης αλλά ένας βιομηχανικός πόλεμος υψηλής έντασης. Η έκβασή του δεν θα καθορίσει μόνο την τύχη της Ουκρανίας, αλλά θα έχει μεγάλο αντίκτυπο στην ισορροπία των δυνάμεων στην Ευρώπη και διεθνώς.

Οι δύο αποφασιστικοί πρωταγωνιστές στον πόλεμο της Ουκρανίας είναι η Ρωσία και οι ΗΠΑ. Ο πόλεμος ξέσπασε ως αποτέλεσμα της επέκτασης του ΝΑΤΟ προς τα ανατολικά για δεκαετίες σε χώρες που η Ρωσία θεωρεί ότι βρίσκονται εντός της σφαίρας επιρροής της. Η Ρωσία θεωρεί την Ουκρανία ως ζωτικού στρατηγικού συμφέροντος και θα είναι έτοιμη να κλιμακώσει τη σύγκρουση μέχρι να εξασφαλίσει ότι η Ουκρανία θα είναι στην τροχιά της ή θα ηττηθεί. Η αμερικανική θέση είναι πιο περίπλοκη. Η Ουκρανία έχει μικρή στρατηγική αξία για τις ΗΠΑ και θεωρείται ένα ασήμαντο και οπισθοδρομικό κράτος της Ευρώπης. Για το Δυτικό φιλελεύθερο κατεστημένο, η «υπεράσπιση της Ουκρανίας» αφορά την υπεράσπιση της φιλελεύθερης παγκόσμιας τάξης πραγμάτων, δηλαδή το δικαίωμα των Ηνωμένων Πολιτειών να κάνουν ό,τι θέλουν όπου θέλουν.

Η ήττα της Ουκρανίας από τη Ρωσία θα ήταν ένα ταπεινωτικό πλήγμα για τις ΗΠΑ. Θα σηματοδοτούσε αδυναμία, θα είχε αποσταθεροποιητικές συνέπειες για το πολιτικό κατεστημένο της Ευρώπης και θα έθετε ερωτηματικό για το μέλλον του ΝΑΤΟ. Δεδομένων αυτών των υψηλών διακυβευμάτων, οι ΗΠΑ και οι σύμμαχοί τους κλιμακώνουν συνεχώς τον πόλεμο, προμηθεύοντας με όλο και περισσότερα όπλα την Ουκρανία. Η Ρωσία έχει απαντήσει με μερική επιστράτευση και καταστρέφει τον ουκρανικό στρατό. Ενώ οι ΗΠΑ οδηγούν την κλιμάκωση, ούτε οι ίδιες ούτε οι σύμμαχοί τους έχουν ακόμη δεσμευτεί να νικήσουν αποφασιστικά τον ρωσικό στρατό περνώντας σε πολεμική οικονομία ή επεμβαίνοντας άμεσα. Προς το παρόν, ο πόλεμος παραμένει μια περιφερειακή σύγκρουση για τον έλεγχο της Ουκρανίας.

Οι ηγέτες της εργατικής τάξης έχουν παντού συσπειρώσει το προλεταριάτο πίσω από τα συμφέροντα της δικής του άρχουσας τάξης. Αλλά οι σπόροι της εξέγερσης σπέρνονται καθημερινά από τις κοινωνικές συνέπειες του πολέμου. Για τους Μαρξιστές είναι υψίστης σημασίας να παρέμβουν σε αυτή την αυξανόμενη αντίφαση για να οικοδομήσουν μια νέα ηγεσία που μπορεί να προωθήσει τα συμφέροντα της εργατικής τάξης σε αυτή τη σύγκρουση. Το ουσιαστικό σημείο εκκίνησης πρέπει να είναι ότι το ίδιο το ιμπεριαλιστικό σύστημα – που σήμερα ορίζεται ως η φιλελεύθερη τάξη πραγμάτων που κυριαρχείται από τις ΗΠΑ – είναι υπεύθυνο για τη σύγκρουση στην Ουκρανία. Ολόκληρο το παγκόσμιο προλεταριάτο έχει συμφέρον να τερματιστεί η ιμπεριαλιστική τυραννία στον κόσμο, και μόνο σε αυτή τη βάση μπορούν να ενωθούν οι εργάτες του κόσμου είτε είναι Ρώσοι, Ουκρανοί, Αμερικανοί, Κινέζοι ή Ινδοί. Ωστόσο, η εφαρμογή αυτής της γενικής προοπτικής παίρνει διαφορετικές συγκεκριμένες εκφράσεις ανάλογα με τις ιδιαιτερότητες της κάθε χώρας.

Οι Ρώσοι εργάτες πρέπει να καταλάβουν ότι η νίκη της δικής τους κυβέρνησης δεν θα επέφερε ένα θεμελιώδες πλήγμα στον ιμπεριαλισμό. Δεν θα προωθούσε την ανεξαρτησία της Ρωσίας από τον παγκόσμιο ιμπεριαλισμό, αλλά θα την καθιστούσε δυνάστη των ταξικών αδελφών της στην Ουκρανία προς όφελος των Ρώσων ολιγαρχών. Όποια βραχυπρόθεσμη ήττα κι αν επιφέρει στην εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ, δεν αξίζει το τίμημα να γίνουν οι καταπιεστές του ουκρανικού έθνους. Μια διαρκής σύγκρουση μεταξύ Ουκρανών και Ρώσων θα ενίσχυε μόνο τις δυνάμεις του παγκόσμιου ιμπεριαλισμού στην περιοχή. Το ΝΑΤΟ και η ΕΕ θα δέχονταν ένα πολύ σκληρότερο πλήγμα από ένα κοινό επαναστατικό μέτωπο των Ρώσων και των Ουκρανών εργατών ενάντια στις αντίστοιχες άρχουσες τάξεις τους, κατά τον τρόπο της μεγάλης Οκτωβριανής Επανάστασης. Στρέψτε τα όπλα ενάντια στους Ρώσους και Ουκρανούς ολιγάρχες! Για επαναστατική ενότητα ενάντια στον αμερικανικό ιμπεριαλισμό!

Οι Ουκρανοί εργάτες πρέπει να καταλάβουν ότι οι ΗΠΑ, η ΕΕ και το ΝΑΤΟ δεν είναι σύμμαχοί τους, αλλά χρησιμοποιούν την Ουκρανία ως πιόνι για τα συμφέροντά τους, για να της πιουν το αίμα και στη συνέχεια να την πετάξουν. Η εθνική ανεξαρτησία της Ουκρανίας δεν θα διασφαλιστεί με την ευθυγράμμιση με τον ιμπεριαλισμό, που θα σήμαινε υποτέλεια στην Ουάσιγκτον και θα εγγυόταν μόνιμη εχθρότητα από τη Ρωσία. Οι Ουκρανοί εργάτες πρέπει επίσης να αντιταχθούν στην καταπίεση των ρωσικών μειονοτήτων από την κυβέρνησή τους. Μια τέτοια υπεράσπιση των ρωσικών μειονοτήτων θα έκανε ένα εκατομμύριο φορές περισσότερα για να υπονομεύσει την πολεμική προσπάθεια του Κρεμλίνου από ότι τα σχέδια του Ζελένσκι. Το ζήτημα των συνόρων και των δικαιωμάτων των εθνικών μειονοτήτων θα μπορούσαν να διευθετηθούν εύκολα και δημοκρατικά, αν δεν υπήρχαν οι αντιδραστικές ίντριγκες των ολιγαρχών και των ιμπεριαλιστών. Κάθε μέρα γίνεται όλο και πιο ξεκάθαρο ότι οι Ουκρανοί εργάτες στέλνονται στη σφαγή υπό τις εντολές της Ουάσιγκτον και προς όφελος της Wall Street. Πρέπει να ενωθούν με τη ρωσική εργατική τάξη για να βάλουν τέλος σε αυτή την τρέλα· οτιδήποτε άλλο θα οδηγήσει μόνο σε περαιτέρω σφαγή και καταπίεση. Για το δικαίω­μα αυτοδιάθεσης των Ρώσων, των Ουκρανών, των Τσετσένων και κάθε άλλης εθνικής μειονότητας!

Στη Δύση οι εργάτες έχουν βομβαρδιστεί με προπαγάνδα σχετικά με την ανάγκη να θυσιαστούν στο όνομα της σταυροφορίας του ΝΑΤΟ για τη δημοκρατία στην Ουκρανία. Το καλύτερο πράγμα που μπορεί να κάνει το προλεταριάτο στις ΗΠΑ, τη Γερμανία, τη Βρετανία και τη Γαλλία για να υπερασπιστεί τα δικά του συμφέροντα και τα συμφέροντα των εργατών του κόσμου είναι να παλέψει ενάντια στα οικονομικά παράσιτα και τα μονοπώλια που τους πίνουν το αίμα στο εσωτερικό. Για να το κάνουν αυτό πρέπει να σαρώσουν την αντιδραστική κλίκα των συνδικαλιστών και σοσιαλδημοκρατών ηγετών που είναι πιστοί σε αυτές ακριβώς τις δυνάμεις. Τα ξεπουλήματά τους στο εσωτερικό είναι άρρηκτα συνδεδεμένα με τις εκκλήσεις τους για να εγκαταστήσουν τη «δημοκρατία» στο εξωτερικό με τα τανκς και τις βόμβες του ΝΑΤΟ. Αυτοί οι προδότες θα είχαν φύγει προ πολλού αν δεν υπήρχε ο πασιφιστικός και κεντριστικός βάλτος που μιλάει για «ειρήνη», «συνδικαλιστικό αγώνα» και ακόμη και «σοσιαλισμό», αλλά προσκολλάται στους πολεμοκάπηλους και στους δηλωμένους υπηρέτες του ιμπεριαλισμού. Ένα αντιπολεμικό κίνημα αξίζει το όνομά του μόνο αν αποκλείει τους συμφιλιωτές του σοσιαλσοβινισμού στο εργατικό κίνημα. Άρση των κυρώσεων κατά της Ρωσίας! Κάτω η ΕΕ και το ΝΑΤΟ! Για τις Σοβιετικές Ηνωμένες Πολιτείες της Ευρώπης!

Ένας αυξανόμενος αριθμός εργαζομένων στη Λατινική Αμερική, την Ασία και την Αφρική βλέπει τη Ρωσία ως μια δύναμη ενάντια στον ιμπεριαλισμό. Αυτή η λανθασμένη πίστη δεν θα κάνει τίποτα για να τους απελευθερώσει από τον ζυγό των ΗΠΑ, της Δυτικής Ευρώπης και της Ιαπωνίας. Ο Πούτιν δεν είναι αντιιμπεριαλιστής και δεν θα είναι σύμμαχος στον αγώνα για την εθνική απελευθέρωση οποιασδήποτε χώρας. Ακριβώς γι’ αυτό τον λόγο ο AMLO, ο Ραμαφόσα της Νότιας Αφρικής, ο Μόντι της Ινδίας και ο Σι της Κίνας είναι ευνοϊκά διακείμενοι ή δεν είναι απροκάλυπτα εχθρικοί απέναντί του. Η υποστήριξη προς τον Πούτιν αποκοιμίζει την εργατική τάξη του Παγκόσμιου Νότου με την ψευδαίσθηση ότι μπορεί να βελτιώσει τις συνθήκες διαβίωσής της και να απελευθερωθεί από τον ιμπεριαλισμό χωρίς επαναστατικό αγώνα. Στο παραμικρό σημάδι εξέγερσης από τις καταπιεζόμενες μάζες του κόσμου, οι αντιδραστικοί ηγέτες του Παγκόσμιου Νότου θα στραφούν στους ίδιους ιμπεριαλιστές που σήμερα καταγγέλλουν. Η πραγματική αντιιμπεριαλιστική δύναμη είναι οι εργάτες στην Ουκρανία, τη Ρωσία και τη Δύση. Αυτοί και οι εργάτες του κόσμου μπορούν να ενωθούν γύρω από ένα κοινό διεθνιστικό λάβαρο μόνο με την εναντίωση σε κάθε εθνική καταπίεση, είτε από τα χέρια των μεγάλων δυνάμεων είτε από τα έθνη που τα ίδια καταπιέζονται. Εθνικοποιήστε τα περιουσιακά στοιχεία που ανήκουν στους ιμπεριαλιστές! Εργάτες του κόσμου, ενωθείτε!

Κίνα: Σταλινική Ζώνη ή Προλεταριακός Δρόμος

Καθώς οι δυναμικές που επέτρεψαν στην Κίνα να αναπτυχθεί και να ευημερήσει τα τελευταία 30 χρόνια καταρρέουν όλο και πιο γρήγορα, η πίστη του ΚΚΚ στον παγκόσμιο καπιταλισμό της ελεύθερης αγοράς παραμένει ακλόνητη. Μιλώντας στο Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ του Νταβός το 2022, ο Σι Τζινπίνγκ υποστήριξε:

«Η οικονομική παγκοσμιοποίηση είναι η τάση των καιρών. Αν και σε ένα ποτάμι υπάρχουν σίγουρα αντίρροπα ρεύματα, κανένα δεν μπορεί να το σταματήσει από το να ρέει προς τη θάλασσα. Οι κινητήριες δυνάμεις ενισχύουν την ορμή του ποταμού και η αντίσταση μπορεί ακόμη να ενισχύσει τη ροή του. Παρά τα αντίρροπα ρεύματα και τα επικίνδυνα αβαθή νερά στην πορεία, η οικονομική παγκοσμιοποίηση δεν ξέφυγε ποτέ και δεν θα ξεφύγει από την πορεία της. Οι χώρες σε όλο τον κόσμο θα πρέπει να υποστηρίξουν την πραγματική πολυμέρεια. Θα πρέπει να καταργήσουμε τα εμπόδια, όχι να υψώσουμε τείχη. Θα πρέπει να ανοίξουμε, όχι να κλείσουμε. Θα πρέπει να επιδιώκουμε την ενσωμάτωση, όχι την αποσύνδεση. Αυτός είναι ο τρόπος για την οικοδόμηση μιας ανοιχτής παγκόσμιας οικονομίας. Θα πρέπει να καθοδηγήσουμε τις μεταρρυθμίσεις του παγκόσμιου συστήματος διακυβέρνησης με την αρχή της αμεροληψίας και της δικαιοσύνης και να υποστηρίξουμε το πολυμερές εμπορικό σύστημα με επίκεντρο τον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου».

Δυστυχώς για το ΚΚΚ, το μέλλον του «πολυμερούς εμπορικού συστήματος» εξαρτάται πρώτα και κύρια από τις ενέργειες των Ηνωμένων Πολιτειών, και οι ΗΠΑ δεν μπορούν να επιτρέψουν να συνεχιστούν οι τρέχουσες τάσεις. Είτε θα εξαναγκάσουν τον υπόλοιπο κόσμο σε παραχωρήσεις για να στηρίξουν τη θέση τους στην κορυφή είτε θα γκρεμίσουν μαζί τους όλο το οικοδόμημα καθώς θα πέφτουν.

Εδώ και πάνω από μια δεκαετία, οι εντάσεις μεταξύ των ΗΠΑ και της Κίνας αυξάνονται. Οι ΗΠΑ αυξάνουν την πίεση καθώς γίνεται όλο και πιο σαφές ότι η Κίνα δεν βαδίζει προς τη φιλελεύθερη δημοκρατία, αλλά γίνεται ένας πραγματικός οικονομικός και στρατιωτικός ανταγωνιστής. Η αυξημένη πίεση ωθεί το ΚΚΚ να ενισχύσει τον εσωτερικό έλεγχο της οικονομίας και τον έλεγχο της πολιτικής εναντίωσης (π.χ. Χονγκ Κονγκ) και να ενισχύσει τη στρατιωτική του θέση. Αυτό με τη σειρά του οδηγεί τις ΗΠΑ να σφίξουν περαιτέρω τη μέγγενη. Αυτή η επιταχυνόμενη δυναμική έχει φέρει τις εντάσεις ΗΠΑ-­Κίνας στο υψηλότερο επίπεδο εδώ και δεκαετίες, θέτοντας την απειλή μιας ανοιχτής στρατιωτικής σύγκρουσης.

Στην περίπτωση ενός τέτοιου γεγονότος, θα ήταν καθήκον του διεθνούς προλεταριάτου να σταθεί για την άνευ όρων υπεράσπιση της Κίνας. Οι ιμπεριαλιστές είναι λυσσαλέα εχθρικοί προς την Κίνα ακριβώς λόγω της οικονομικής και κοινωνικής προόδου που επέτρεψε ο κολλεκτιβοποιημένος πυρήνας της οικονομίας της. Αυτό είναι που πρέπει να υπερασπιστεί η εργατική τάξη. Αλλά πρέπει να το κάνει σύμφωνα με τις δικές της μεθόδους και στόχους, όχι με εκείνους της παρασιτικής γραφειοκρατίας του ΚΚΚ.

Ο Τρότσκι εξήγησε σε σχέση με την ΕΣΣΔ ότι «Η πραγματική μέθοδος υπεράσπισης της Σοβιετικής Ένωσης είναι να αδυνατίσουμε τις θέσεις του ιμπεριαλισμού, και να δυναμώσουμε τη θέση του προλεταριάτου και των αποικιακών λαών σ’ ολόκληρη τη γη» (Η Προδομένη Επανάσταση, 1936). Αυτή η στρατηγική, που είναι απολύτως εφαρμόσιμη στην Κίνα σήμερα, δεν θα μπορούσε να είναι πιο διαφορετική από εκείνη που ακολουθεί το ΚΚΚ, το οποίο επιδιώκει πρώτα και κύρια να διατηρήσει το status quo. Για αρχή, επιδιώκει να αποκαταστήσει τις σχέσεις με τις ΗΠΑ, στηριζόμενο σε Αμερικανούς καπιταλιστές όπως ο Μπιλ Γκέιτς, ο Έλον Μασκ και ο Τζέιμι Ντίμον – εκπρόσωποι της ίδιας τάξης που καταπιέζει τον κόσμο και επιδιώκει να κυριαρχήσει στην Κίνα. Τέτοιοι ελιγμοί μπορούν μόνο να αυξήσουν την εχθρότητα των Αμερικανών εργατών προς την Κίνα, αποξενώνοντας τον μεγαλύτερο δυνητικό σύμμαχο της ΛΔΚ στον αγώνα ενάντια στον αμερικανικό ιμπεριαλισμό. Όσον αφορά τους καταπιεζόμενους λαούς του Παγκόσμιου Νότου, το ΚΚΚ δεν τάσσεται με την απελευθέρωσή τους, αλλά με ψευδεπίγραφες συμμαχίες με τις ελίτ αυτών των χωρών. Αυτοί οι ιδιοτελείς απατεώνες είναι βέβαιο ότι θα εγκαταλείψουν την Κίνα με την πρώτη δυσκολία ή αν τους προσφερθεί καλύτερη δωροδοκία από τους ιμπεριαλιστές.

Υπάρχουν φωνές στην κινεζική γραφειοκρατία που δίνουν έναν πιο επιθετικό τόνο, προσβλέποντας στην ενίσχυση του Λαϊκού Απελευθερωτικού Στρατού (PLA) ως τον ασφαλέστερο τρόπο υπεράσπισης της Κίνας. Δεν μπορεί παρά να χαιρετίσει κανείς την αύξηση των τεχνικών και πολεμικών ικανοτήτων του PLA. Αλλά τα στρατιωτικά ζητήματα δεν μπορούν να διαχωριστούν από την πολιτική, και σε αυτόν τον τομέα επίσης τα συντηρητικά συμφέροντα της άρχουσας κάστας υπονομεύουν την Κίνα. Ένας βασικός πυλώνας της αμυντικής στρατηγικής του PLA είναι να αρνηθεί στις ΗΠΑ την πρόσβαση στη λεγόμενη «πρώτη νησιωτική αλυσίδα» γύρω από την Κίνα, αναπτύσσοντας ικανότητες κρούσης μεγάλου βεληνεκούς, καθώς και επιδιώκοντας τον στρατιωτικό έλεγχο αυτών των νησιών. Αλλά σε οποιαδήποτε σύγκρουση, η υποστήριξη από το προλεταριάτο των γύρω χωρών θα ήταν πολύ πιο καθοριστική από την κατοχή οποιουδήποτε αριθμού μικρών, ακατοίκητων βράχων.

Ο μόνος τρόπος για να διώξουμε πραγματικά τον αμερικανικό και ιαπωνικό ιμπεριαλισμό από την Ανατολική και Νότια Σινική Θάλασσα είναι μέσω μιας αντιιμπεριαλιστικής συμμαχίας εργατών και αγροτών που θα περιλαμβάνει ολόκληρη την περιοχή. Αλλά το ΚΚΚ με την εθνικιστική του στρατηγική δεν έχει κάνει καμία προσπάθεια να κερδίσει τους εργάτες στις Φιλιππίνες, την Ιαπωνία, το Βιετνάμ και την Ινδονησία στον σκοπό του. Αντ’ αυτού, έχει παίξει στην εκστρατεία των ιμπεριαλιστών κατά της ΛΔΚ με το να εστιάζει μόνο στα βραχυπρόθεσμα στρατιωτικά πλεονεκτήματα ενώ αγνοεί τόσο τις εθνικές ευαισθησίες όσο και τους εσωτερικούς ταξικούς ανταγωνισμούς των γειτονικών χωρών.

υτό πουθενά δεν είναι πιο αληθινό από ότι στο ζήτημα της Ταϊβάν. Οι εργάτες της Ταϊβάν έχουν υποστεί βάναυση καταπίεση κάτω από τη μπότα της καπιταλιστικής τάξης τους. Αλλά αντί να τους ενθαρρύνει να αγωνιστούν για τα δικά τους ταξικά συμφέροντα ενάντια στους ιμπεριαλιστές και την τοπική αστική τάξη, η στρατηγική του ΚΚΚ βασίζεται στο να πείσει την τελευταία να υποταχθεί εθελοντικά στην κυριαρχία του και να ενταχθεί στη Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας. Για το σκοπό αυτό το κόμμα δεσμεύεται να διατηρήσει τις καπιταλιστικές οικονομικές σχέσεις και την πολιτική διοίκηση στην Ταϊβάν στο πλαίσιο της πολιτικής του «μία χώρα, δύο συστήματα». Στους εργάτες το ΚΚΚ δεν προσφέρει απελευθέρωση αλλά υποστήριξη για τη συνέχιση της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης και την Σταλινική μπότα καταστολής. Δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι αυτή η πρόταση στην οποία και οι δύο πλευρές χάνουν έχει κάνει ελάχιστα πράγματα για να κερδίσει τις μάζες της Ταϊβάν στην επανένωση.

Το Σχέδιο Β του ΚΚΚ είναι η άμεση στρατιωτική επέμβαση, η οποία αν και ενδεχομένως επιτυχημένη για την επανένωση με την Ταϊβάν, θα είχε τεράστιο κόστος και ειδικά αν αντιμετώπιζε την εχθρότητα της τοπικής εργατικής τάξης. Αν το ΚΚΚ ακολουθούσε αυτόν τον δρόμο, οι Τροτσκιστές θα υπερασπίζονταν τον PLA ενάντια στους καπιταλιστές της Ταϊβάν και τους ιμπεριαλιστές, αλλά θα το έκαναν αγωνιζόμενοι για μια προλεταριακή επαναστατική στρατηγική. Ενάντια στο χρεοκοπημένο σχήμα «μία χώρα, δύο συστήματα», οι Τροτσκιστές αγωνίζονται για την επαναστατική επανένωση, δηλαδή την επανένωση μέσω μιας κοινωνικής επανάστασης ενάντια στον καπιταλισμό στην Ταϊβάν και μιας πολιτικής επανάστασης ενάντια στη γραφειοκρατία στην ηπειρωτική χώρα. Αυτή η στρατηγική θα ενοποιούσε τους εργάτες της Κίνας γύρω από ένα κοινό ταξικό και εθνικό συμφέρον. Όχι μόνο θα τραβούσε το χαλί κάτω από τα πόδια της αντικομμουνιστικής συμμαχίας μεταξύ των ΗΠΑ και της αστικής τάξης της Ταϊβάν, αλλά θα μετέτρεπε την Κίνα σε φάρο για τους καταπιεζόμενους λαούς όλου του κόσμου στον αγώνα τους ενάντια στον ιμπεριαλισμό.

Ενώ σήμερα το ΚΚΚ συνεχίζει να διακηρύσσει την πίστη του τόσο στον σοσιαλισμό όσο και στον καπιταλισμό, δεν πρέπει να υπολογίζει κανείς ότι αυτό θα παραμείνει για πολύ καιρό. Υπάρχουν ισχυρές δυνάμεις που συνδέονται με Κινέζους και ξένους καπιταλιστές που επιθυμούν να εξαλείψουν κάθε ίχνος κρατικού ελέγχου και να ανοίξουν την Κίνα στην ιμπεριαλιστική λεηλασία για άλλη μια φορά. Αυτή η έκβαση πρέπει να καταπολεμηθεί μέχρι θανάτου! Αλλά υπάρχουν επίσης ρεύματα μέσα στην άρχουσα κάστα που, υπό την πίεση της δυσαρέσκειας της εργατικής τάξης, θα μπορούσαν να μετατοπίσουν το κόμμα πολύ προς τα αριστερά, να πατάξουν τους καπιταλιστές και να βγάλουν από το χρονοντούλαπο την αντιιμπεριαλιστική ρητορική και τη ρητορική της ισοτιμίας του παραδοσιακού Μαοϊσμού. Αλλά όπως ακριβώς και με τις μεταρρυθμίσεις της αγοράς του Ντενγκ, οι προσπάθειες του Μάο για ισότιμη αυτάρκεια που βασίστηκαν σε φρενήρης μαζική κινητοποίηση δεν μπόρεσαν να ξεπεράσουν τον οικονομικό ασφυκτικό κλοιό του παγκόσμιου ιμπεριαλισμού πάνω στην Κίνα. Στην πραγματικότητα, οι καταστροφές των πολιτικών του Μάο έφεραν τη ΛΔΚ στα πρόθυρα της κατάρρευσης και οδήγησαν άμεσα στη στροφή του ΚΚΚ στην «μεταρρύθμιση και το άνοιγμα».

Οι ελιγμοί του ΚΚΚ αντανακλούν μόνο διαφορετικά μέσα με τα οποία η παρασιτική γραφειοκρατική κάστα προσπαθεί να διατηρήσει την προνομιακή της θέση μέσα στα όρια ενός απομονωμένου εργατικού κράτους. Σε αντίθεση με τους ισχυρισμούς του ΚΚΚ από τον Μάο μέχρι τον Σι, ο σοσιαλισμός δεν μπορεί να οικοδομηθεί σε μια χώρα, ούτε είναι δυνατή η ειρηνική συνύπαρξη με τον ιμπεριαλισμό. Ο μόνος δρόμος προς τα εμπρός για την εργατική τάξη της Κίνας είναι να ενωθεί σε ένα κόμμα οικοδομημένο πάνω στις αληθινές Μαρξιστικές-­Λενινιστικές αρχές της ταξικής ανεξαρτησίας, του διεθνισμού και της παγκόσμιας επανάστασης και να σαρώσει τους συμφεροντολόγους γραφειοκράτες του ΚΚΚ. Διώξτε τους γραφειοκράτες! Υπερασπίστε την Κίνα ενάντια στον ιμπεριαλισμό και την αντεπανάσταση!

VI. Η ΠΑΛΗ ΓΙΑ
ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΗΓΕΣΙΑ

Καθώς ο κόσμος εισέρχεται σε μια νέα ιστορική περίοδο κρίσης, η εργατική τάξη στέκεται πολιτικά αφοπλισμένη. Παντού καθοδηγείται από γραφειοκράτες και προδότες που έχουν επιβλέψει τη μία ήττα μετά την άλλη. Καθώς γιγαντιαίες προκλήσεις ελλοχεύουν, το καθήκον της σφυρηλάτησης ηγεσιών της εργατικής τάξης που θα εκπροσωπούν πραγματικά τα συμφέροντά της τίθεται με τον πιο επείγοντα τρόπο. Πώς θα σφυρηλατηθούν τέτοιες ηγεσίες; Αυτό είναι το κεντρικό ζήτημα που αντιμετωπίζουν οι επαναστάτες σήμερα. Οι αναπόφευκτες κοινωνικές και πολιτικές αναταραχές στα επόμενα χρόνια θα ξεσηκώσουν τις μάζες ενάντια στους σημερινούς ηγέτες τους και θα παρουσιάσουν ευκαιρίες για ριζοσπαστικές ανακατατάξεις στο εργατικό κίνημα. Αλλά αυτές οι ευκαιρίες θα πάνε χαμένες χωρίς προϋπάρχοντα επαναστατικά στελέχη που έχουν απορρίψει τις αποτυχημένες πολιτικές των τελευταίων 30 ετών και θέτουν σωστά τα καθήκοντα του σήμερα.

Το Κεντρικό Δίδαγμα του Λενινισμού

Στο έργο Η Διαρκής Επανάσταση (1929), ο Τρότσκι έγραψε για τον Λένιν: «Η πάλη για το ανεξάρτητο πολιτικό κόμμα του προλεταριάτου αποτελούσε το κύριο περιεχόμενο της ζωής του». Είναι ακριβώς αυτή η βασική έννοια του Λενινισμού που αποκηρύσσεται από κάθε νέο κύμα ρεβιζιονισμού. Ενώ παίρνει μια ξεχωριστή μορφή ανάλογα με τις κυρίαρχες πιέσεις της εποχής, ο ρεβιζιονισμός συνίσταται πάντα σε τελική ανάλυση στην υποταγή του προλεταριάτου στα συμφέροντα ξένων τάξεων.

Η αντίληψη του Λένιν για το κόμμα της πρωτοπορίας πήρε την ώριμη μορφή της μετά το ξέσπασμα του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, όταν τα κόμματα της Δεύτερης Διεθνούς, έχοντας ορκιστεί να αντιταχθούν στον πόλεμο, κατά πλειοψηφία παρατάχθηκαν πατριωτικά πίσω από τις κυβερνήσεις τους. Στα έργα του κατά τη διάρκεια του πολέμου, ο Λένιν έδειξε πώς αυτή η ιστορική προδοσία δεν προέκυψε από το πουθενά, αλλά προετοιμάστηκε από και είχε τις ρίζες της στην προηγούμενη περίοδο της ιμπεριαλιστικής κυριαρχίας. Η εκμετάλλευση αμέτρητων εκατομμυρίων ανθρώπων από λίγες μεγάλες δυνάμεις δημιουργεί υπερκέρδη που χρησιμοποιούνται για να απορροφήσουν τα ανώτερα στρώματα της εργατικής τάξης. Στις συνήθειες, την ιδεολογία και τους στόχους του, αυτό το στρώμα ευθυγραμμίζεται με την αστική τάξη ενάντια στα συμφέροντα της εργατικής τάξης. Η πλήρης συνθηκολόγηση του μεγαλύτερου μέρους της Σοσιαλδημοκρατίας έδειξε ότι η φιλοκαπιταλιστική τάση στο εργατικό κίνημα όχι μόνο είχε γίνει κυρίαρχη, αλλά είχε παραλύσει ή απορροφήσει την πλειοψηφία αυτού που ήταν η επαναστατική πτέρυγα της Διεθνούς.

Από αυτή την εμπειρία ο Λένιν έβγαλε το συμπέρασμα ότι η ενότητα με φιλοκαπιταλιστικά στοιχεία του εργατικού κινήματος σήμαινε πολιτική υποταγή στην ίδια την καπιταλιστική τάξη και αναγκαστικά πρόδιδε τον αγώνα για τον σοσιαλισμό. Το μεγαλύτερο μέρος των πυρών του κατευθύνθηκε εναντίον των κεντριστών στο εργατικό κίνημα, οι οποίοι δεν είχαν απορρίψει ανοιχτά τις αρχές του σοσιαλισμού, αλλά παρόλα αυτά προσπαθούσαν να διατηρήσουν την ενότητα με κάθε κόστος με τους ανοιχτούς προδότες της εργατικής τάξης. Ο Λένιν επέμενε ότι οι κεντριστές αποτελούσαν το κύριο εμπόδιο στην οικοδόμηση ενός κόμματος ικανού να οδηγήσει τις μάζες στο δρόμο προς την επανάσταση. Ενώ αυτό το μάθημα ήταν κρίσιμο για την επιτυχημένη Οκτωβριανή Επανάσταση στη Ρωσία, η αποτυχία να το αφομοιώσουν εγκαίρως στη Γερμανία οδήγησε στην ήττα της εξέγερσης των Σπαρτακιστών το 1919. Από τις στάχτες του πολέμου και της επανάστασης, η Τρίτη Διεθνής ιδρύθηκε με βάση την αρχή ότι κάθε κόμμα που ισχυρίζεται ότι παλεύει για την επανάσταση πρέπει να διαχωριστεί πολιτικά και οργανωτικά από τη φιλοκαπιταλιστική και κεντριστική πτέρυγα του εργατικού κινήματος.

Καθώς το μεταπολεμικό επαναστατικό κύμα υποχώρησε, ακολούθησε μια περίοδος καπιταλιστικής σταθεροποίησης, η οποία άφησε τη Σοβιετική Ένωση απομονωμένη στην παγκόσμια σκηνή. Σε αυτό το πλαίσιο αναδύθηκε ο Σταλινισμός, απορρίπτοντας το βασικό συστατικό του Λενινισμού – την πολιτική ανεξαρτησία της εργατικής τάξης. Αντί να στηριχθεί στην επέκταση της επανάστασης από τη διεθνή εργατική τάξη για την υπεράσπιση της ΕΣΣΔ, ο Στάλιν βασίστηκε όλο και περισσότερο σε άλλες ταξικές δυνάμεις. Είτε επρόκειτο για τους κουλάκους, το Γκουομιντάνγκ στην Κίνα, τη βρετανική συνδικαλιστική γραφειοκρατία ή τους ίδιους τους ιμπεριαλιστές, ο Στάλιν έκανε συμφωνίες που θυσίαζαν τα μακροπρόθεσμα συμφέροντα της εργατικής τάξης υπέρ υποτιθέμενων βραχυπρόθεσμων πλεονεκτημάτων. Μακριά από το να ενισχύσει τη Σοβιετική Ένωση, αυτό οδήγησε στη μία αιματηρή καταστροφή μετά την άλλη, υπονομεύοντας τη συνολική θέση του διεθνούς προλεταριάτου.

Ο αγώνας του Τρότσκι για μια αριστερή αντιπολίτευση και για μια νέα Τέταρτη Διεθνή αποτελούσε συνέχεια του Λενινισμού ακριβώς στο ότι αγωνίστηκε για την οικοδόμηση ενός διεθνούς κόμματος της πρωτοπορίας ενάντια στις σοσιαλδημοκρατικές και Σταλινικές τάσεις στο εργατικό κίνημα. Η φυσική εξόντωση των στελεχών του, συμπεριλαμβανομένου του ίδιου του Τρότσκι, οδήγησε σε πολιτικό αποπροσανατολισμό και ήττα στα επαναστατικά ανοίγματα που ακολούθησαν το μακελειό του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Η συνέπεια ήταν η ενίσχυση του Σταλινισμού και του παγκόσμιου ιμπεριαλισμού. Είναι αυτές οι ιστορικές ήττες και η αποτυχία έκτοτε να επανασφυρηλατηθεί η Τέταρτη Διεθνής που οδήγησαν σε περαιτέρω καταστροφικές οπισθοδρομήσεις μέχρι την καταστροφή της ίδιας της Σοβιετικής Ένωσης.

Μετασοβιετική Περίοδος: Οι «Μαρξιστές» Ρευστοποιούνται στον Φιλελευθερισμό

Την εποχή της αντεπανάστασης στη Σοβιετική Ένωση, οι δυνάμεις που διεκδικούσαν τον μανδύα του Τροτσκισμού, σε συντριπτικό βαθμό έμειναν αμέτοχες και παρακολουθούσαν ή επευφημούσαν ενεργά καθώς τα εναπομείναντα κεκτημένα της Οκτωβριανής Επανάστασης καταστράφηκαν. Η ΔΚΕ στάθηκε μόνη της στον αγώνα για το πρόγραμμα του Τρότσκι στην υπεράσπιση της Σοβιετικής Ένωσης και για πολιτική επανάσταση ενάντια στη Σταλινική γραφειοκρατία. Παρά το μικροσκοπικό της μέγεθος και τις πολιτικές της αδυναμίες (βλ. το κείμενο για τη διαρκή επανάσταση), η ΔΚΕ ήταν στο πόστο της όταν βρέθηκε αντιμέτωπη με την αποφασιστική δοκιμασία της εποχής. Αλλά η αδυναμία της και η απομόνωσή της αποκαλύπτουν πολλά για την άθλια κατάσταση της επαναστατικής αριστεράς στην αυγή της νέας ιστορικής περιόδου.

Οι συνέπειες της κατάρρευσης της Σοβιετικής Ένωσης ήταν καταστροφικές για όλους εκείνους που ισχυρίζονταν ότι ήταν Μαρξιστές. Η ραγδαία μετατόπιση του κόσμου προς τα δεξιά – όχι προς τον βοναπαρτισμό ή τον φασισμό αλλά προς τον φιλελευθερισμό – δημιούργησε τεράστια πίεση για οργανωτική και πολιτική ρευστοποίηση. Με αυτή τη στροφή της παγκόσμιας κατάστασης, το καθήκον ήταν η αργή και υπομονετική ανοικοδόμηση μιας επαναστατικής πρωτοπορίας της εργατικής τάξης με βάση τα διδάγματα των πρόσφατων προλεταριακών ηττών και σε πολιτική αντίθεση με τον φιλελευθερισμό. Ενώ η ΔΚΕ ήταν σε θέση να εξηγήσει τη σοβιετική κατάρρευση, όπως και η υπόλοιπη «Μαρξιστική» αριστερά απέρριψε την οικοδόμηση μιας επαναστατικής εναλλακτικής στον φιλελευθερισμό (βλ. «Ο Μετασοβιετικός Ρεβιζιονισμός της ΔΚΕ», Spartacist τεύχος 68, αγγλική έκδοση).

Με την προσαρμογή της στο φιλελευθερισμό και χωρίς να αγωνιστεί για να χαράξει έναν ανεξάρτητο δρόμο της εργατικής τάξης προς τα εμπρός, η «Μαρξιστική» αριστερά έμεινε χωρίς πυξίδα μπροστά στη σταθερότητα και τη σχετική ευημερία της νέας περιόδου. Για να δικαιολογήσει την ύπαρξή της, κατέφυγε στην πρόβλεψη κρίσεων και στην επισήμανση συγκεκριμένων φρικαλεο­τήτων ή αντιδραστικών πολιτικών για να «αποδείξει» ότι ο ιμπεριαλισμός διατηρούσε τον αντιδραστικό του χαρακτήρα. Αυτό απλά συμβάδιζε με τον κυρίαρχο φιλελευθερισμό, που δεν είχε κανένα πρόβλημα με τους επικριτές που ήθελαν να περιορίσουν «υπερβολές» όπως ο πόλεμος και ο ρατσισμός στο πλαίσιο της «ειρηνικής» εκμετάλλευσης του κόσμου μέσω της επέκτασης του χρηματιστικού κεφαλαίου.

Οι πόλεμοι, η λιτότητα και η εθνική και φυλετική καταπίεση της μετασοβιετικής περιόδου φυσικά και αποτέλεσαν αιτία για να εξεγερθούν οι εργάτες και η νεολαία. Αλλά για να αποκτήσει αυτή η εξέγερση επαναστατικό περιεχόμενο, ήταν απαραίτητο να αποκαλυφθεί πώς η φιλελεύθερη ηγεσία που κυριαρχούσε σε αυτούς τους διάφορους αγώνες αποτελούσε εμπόδιο στην προώθησή τους. Ήταν απαραίτητο να οξυνθούν οι αντιφάσεις μεταξύ του θεμιτού αισθήματος για εξέγερση και της πίστης των φιλελεύθερων στο σύστημα που γεννά αυτές τις μάστιγες. Το καθήκον ήταν να αποσπαστούν αυτά τα κινήματα από τις φιλελεύθερες ηγεσίες τους. Όμως καμία από τις λεγόμενες Μαρξιστικές οργανώσεις δεν το αναγνώρισε αυτό ως καθήκον. Αντ’ αυτού, οι «επαναστάτες» προσκολλήθηκαν σε κάθε κύμα φιλελεύθερης αντίθεσης στο status quo που αναδύθηκε, δίνοντας μία ελαφριά Μαρξιστική απόχρωση σε αυτά που ήταν αστικά κινήματα.

Οι πιο δεξιές «Τροτσκιστικές» οργανώσεις εγκατέλειψαν τις περισσότερες από τις Μαρξιστικές τους αξιώσεις και έχτισαν την αριστερή πτέρυγα του νεοφιλελευθερισμού, είτε επρόκειτο για τα κόμματα των Πρασίνων, είτε για το Δημοκρατικό Κόμμα των ΗΠΑ, είτε για το Βρετανικό Εργατικό Κόμμα, είτε για το βραζιλιάνικο Εργατικό Κόμμα (PT). Οι Γάλλοι Μαντελικοί – διεκδικητές της Τέταρτης Διεθνούς – ρευστοποίησαν την Επαναστατική Κομμουνιστική Λίγκα (LCR), αντικαθιστώντας την με το άμορφο Νέο Αντικαπιταλι στικό Κόμμα (NPA), του οποίου ο διακηρυγμένος στόχος δεν ήταν πλέον η επανάσταση της εργατικής τάξης, αλλά απλώς η δημιουργία μιας «στρατηγικής εναλλακτικής στον ήπιο σοσιαλφιλελευθερισμό» (Ντανιέλ Μπενσαΐντ). Άλλοι υποχώρησαν στο χειρότερο είδος σεχταρισμού. Το κόμμα του Ντέιβιντ Νορθ (γνωστό για την Παγκόσμια Σοσιαλιστική Ιστοσελίδα του) διακήρυττε ότι στην εποχή της παγκοσμιοποίησης τα σωματεία ήταν «απλώς ανίκανα να προκαλέσουν σοβαρά τις διεθνώς οργανωμένες επιχειρήσεις» και έτσι είχαν γίνει εντελώς αντιδραστικά. Παρ’ όλη τη ριζοσπαστική της φρασεολογία, αυτή η αντισυνδικαλιστική θέση απλά αφήνει τη φιλελεύθερη ηγεσία των σωματείων αδιαμφισβήτητη.

Οι πιο κεντριστικές ομάδες, όπως η ΔΚΕ και η Internationalist Group (IG), συνέχισαν να διακηρύσσουν την ανάγκη για επαναστατική ηγεσία και για «ρήξη με το ρεφορμισμό» γενικά, αλλά εντελώς αποσπώντας το από την ανάγκη να διασπάσουν την αριστερά από το φιλελευθερισμό, το κύριο πολιτικό καθήκον για τη συνοχή ενός επαναστατικού κόμματος σε εκείνη τη νέα εποχή. Αναγκαστικά, οι πολεμικές της ΔΚΕ και της IG ενάντια στην υπόλοιπη αριστερά (και μεταξύ τους) βασίστηκαν σε παντοτινές αρχές και αφηρημένη ορολογία και όχι στην καθοδήγηση της ταξικής πάλης σε επαναστατικές γραμμές.

Το αποτέλεσμα 30 ετών αποπροσανατολισμού και συνθηκολόγησης με τον φιλελευθερισμό μιλάει από μόνο του. Σήμερα, καθώς ξεκινά μια νέα εποχή, οι οργανώσεις που ισχυρίζονται ότι εκπροσωπούν την επανάσταση είναι διασπασμένες, αδύναμες και αρτηριοσκληρωτικές (κυριολεκτικά και μεταφορικά), με ελάχιστη επιρροή στην πορεία της πάλης της εργατικής τάξης. Παραμένουν κολλημένες στο ίδιο καλούπι μέσα στο οποίο δούλεψαν ανεπιτυχώς για δεκαετίες.

Η Πάλη για την Τέταρτη Διεθνή Σήμερα

Ο αγώνας για την επανάσταση σήμερα πρέπει να βασίζεται σε μια σωστή κατανόηση των βασικών χαρακτηριστικών της εποχής. Ο ιμπεριαλισμός των ΗΠΑ παραμένει η κυρίαρχη δύναμη και η παγκόσμια τάξη πραγμάτων που έχει οικοδομήσει συνεχίζει να καθορίζει την παγκόσμια πολιτική. Αμφισβητείται όχι από την επιθετική άνοδο αντίπαλων ιμπεριαλιστικών δυνάμεων, αλλά από τη σχετική απώλεια του οικονομικού και στρατιωτικού βάρους όλων των ιμπεριαλιστικών χωρών υπέρ της Κίνας – ενός παραμορφωμένου εργατικού κράτους – και περιφερειακών δυνάμεων που έχουν ένα βαθμό αυτονομίας, αλλά παραμένουν εξαρτημένες και καταπιεσμένες από τον παγκόσμιο ιμπεριαλισμό. Η τρέχουσα δυναμική δείχνει αυξημένη οικονομική και πολιτική αστάθεια σε όλο τον κόσμο και περιφερειακές συγκρούσεις (Ουκρανία, Ταϊβάν κλπ.) με δυνητικά καταστροφικές παγκόσμιες επιπτώσεις. Η πίεση στην παγκόσμια τάξη πραγμάτων αυξάνεται ραγδαία, όπως και οι εσωτερικές πιέσεις μέσα σε κάθε χώρα.

Ο πιο ξεκάθαρος τρόπος για να ανακτήσει ο αμερικανικός ιμπεριαλισμός την πρωτοβουλία των κινήσεων είναι να καταφέρει ένα καίριο πλήγμα στην Κίνα. Η γραφειοκρατία του ΚΚΚ έχει καλλιεργήσει τεράστιες αντιφάσεις στο εσωτερικό της Κίνας ισορροπώντας ανάμεσα στον παγκόσμιο ιμπεριαλισμό, μιας αναπτυσσόμενης καπιταλιστικής τάξης και του ισχυρότερου προλεταριάτου του πλανήτη. Η κατάρρευση της μετασοβιετικής ισορροπίας θα επιδεινώσει αυτές τις αντιφάσεις. Η κυριαρχία του ΚΚΚ δεν είναι τόσο σταθερή όσο φαίνεται προς τα έξω, ειδικά μπροστά στην εσωτερική αναταραχή (όπως φάνηκε στις μικρές αλλά σημαντικές διαμαρτυρίες ενάντια στα βάναυσα lockdown του ΚΚΚ). Η εργατική τάξη δεν θα παραμείνει παθητική καθώς οι οικονομικές συνθήκες της όχι μόνο παραμένουν στάσιμες αλλά αρχίζουν να επιδεινώνονται. Ούτε οι Κινέζοι καπιταλιστές θα δεχτούν παθητικά να συμπιέζονται από τη γραφειοκρατία. Τελικά, είτε η Κίνα θα πέσει στην αντεπανάσταση όπως η ΕΣΣΔ είτε το προλεταριάτο θα ξεσηκωθεί, θα σαρώσει τη γραφειοκρατία και θα εγκαθιδρύσει την προλεταριακή δημοκρατία μέσω μιας πολιτικής επανάστασης. Το πότε θα αποφασιστεί αυτό είναι αδύνατο να προβλεφθεί. Κάθε αναμέτρηση είναι βέβαιο ότι θα προηγηθεί από τα βίαια ζιγκ ζαγκ της γραφειοκρατίας, που θα πατάξει τόσο τους αντεπαναστάτες όσο και τη δυσαρέσκεια της εργατικής τάξης. Το καθήκον των επαναστατών όσον αφορά την Κίνα είναι να υπερασπιστούν τα κεκτημένα της Επανάστασης του 1949 ενάντια στην αντεπανάσταση και την ιμπεριαλιστική επιθετικότητα, δείχνοντας ταυτόχρονα πώς η γραφειοκρατία υπονομεύει αυτά τα κεκτημένα σε κάθε στροφή με το να προδίδει τον αγώνα για τη διεθνή επανάσταση.

Ο αγώνας των ΗΠΑ και των ιμπεριαλιστών συμμάχων τους να διατηρήσουν τη λαβή τους στην παγκόσμια τάξη πραγμάτων θα έχει όλο και μεγαλύτερο κοινωνικό κόστος για τους πληθυσμούς τους στο εσωτερικό. Ήδη ο κοινωνικός ιστός των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων σαπίζει από μέσα. Η ισορροπία που συντηρείται από τις φτηνές πιστώσεις, τα μονοπωλιακά κέρδη και τις κερδοσκοπικές φούσκες δεν είναι πλέον βιώσιμη, καθώς το βιοτικό επίπεδο συνθλίβεται. Σε πολλές Δυτικές χώρες έχουν φανεί σημάδια αυξανόμενης δυσαρέσκειας στην εργατική τάξη. Η Γαλλία έχει υπάρξει η πιο εκρηκτική, αλλά ακόμη και χώρες όπως οι ΗΠΑ και η Βρετανία έχουν δει μια άνοδο των συνδικαλιστικών αγώνων.

Ενώ τα πρώτα κύματα αυτών των αγώνων ηττώνται, η πίεση στη βάση των σωματείων μόνο θα αυξάνεται. Θα γίνει ξεκάθαρο ότι κανένα από τα προβλήματα που αντιμετωπίζει η εργατική τάξη δεν μπορεί να επιλυθεί με παρηγορητικές ρυθμίσεις στο κατεστημένο. Αυτό θα θέσει όλο και πιο έντονα την ανάγκη για μια συνδικαλιστική ηγεσία που θα μπορεί να οδηγήσει την εργατική τάξη στο δρόμο του επαναστατικού αγώνα. Το κύριο εμπόδιο που αμβλύνει αυτή την εξέλιξη είναι οι λεγόμενοι «επαναστάτες» που υποστηρίζουν οριακά πιο αριστερούς αλλά φιλοκαπιταλιστές συνδικαλιστές ηγέτες αντί να χτίζουν αντιπολιτεύσεις που βασίζονται σε ένα επαναστατικό πρόγραμμα. Μόνο στον αγώνα ενάντια σε ένα τέτοιο κεντρισμό θα είναι δυνατό να σπάσουν τα σωματεία από τις τωρινές φιλοκαπιταλιστικές ηγεσίες τους.

Καθώς οι απειλές συσσωρεύονται, ο φιλελευθερισμός γίνεται όλο και πιο λυσσαλέος και υστερικός. Αυτό αντανακλά τη φιλελεύθερη μικροαστική τάξη που προσκολλάται απεγνωσμένα στο status quo. Αλλά αντανακλά επίσης έναν εύλογο φόβο μεταξύ των καταπιεζόμενων μπροστά στην αυξανόμενη δεξιά αντίδραση. Οι επαναστάτες στη Δύση πρέπει να καταλάβουν ότι για να καταπολεμήσουν την αυξανόμενη αντίδραση είναι απαραίτητο να σπάσουν τον φιλελευθερισμό που αλυσοδένει τα κινήματα υπεράσπισης των μεταναστών, των φυλετικών μειονοτήτων, των γυναικών και άλλων σεξουαλικά καταπιεζόμενων ανθρώπων. Η Μαρξιστικού τύπου κριτική ορισμένων μεμονωμένων στοιχείων των προγραμμάτων αυτών των κινημάτων, όπως η μεταρρύθμιση της αστυνομίας ή οι εκκλήσεις στο κράτος, δεν επαρκεί. Μόνο αν δείξουμε στην πράξη πώς ο φιλελευθερισμός αποτελεί άμεσο εμπόδιο για την προώθηση των αγώνων των καταπιεζόμενων, μπορεί να σπάσει η επιρροή του στις μάζες. Αυτό δεν μπορεί να γίνει από το περιθώριο, αλλά μόνο μέσα από τον αγώνα, παρέχοντας μια ταξική αγωνιστική απάντηση σε κάθε εκδήλωση της καπιταλιστικής τυραννίας.

Οι κλυδωνισμοί της παγκόσμιας τάξης πραγμάτων θα πλήξουν περισσότερο τις χώρες που βρίσκονται στη βάση της πυραμίδας. Η προοπτική μιας καλύτερης ζωής, η οποία φαινόταν πιθανή όχι τόσο μακριά στο παρελθόν κλείνει τώρα για εκατοντάδες εκατομμύρια ανθρώπους. Τα νέα στρώματα της εργατικής τάξης στην Ασία, την Αφρική και τη Λατινική Αμερική αντιπροσωπεύουν τον μεγαλύτερο κίνδυνο για τον ­καπιταλισμό. Οι μάζες του Παγκόσμιου Νότου έχουν όλο και περισσότερο εγκαταλείψει την απομόνωση των χωριών και έχουν αστικοποιηθεί, έχουν μορφωθεί και συνδέονται με τον κόσμο. Ο αυξανόμενος ρόλος τους στην παγκόσμια παραγωγή τους δίνει τεράστια δύναμη, ωστόσο η μόνη προοπτική τους είναι περαιτέρω εξαθλίωση. Είναι αυτό το διογκούμενο κύμα αυτών που βρίσκονται στο περιθώριο που ωθεί τις λαϊκιστικές δυνάμεις στο προσκήνιο. Οι αδύναμες καπιταλιστικές τάξεις αυτών των χωρών πρέπει να ισορροπήσουν μεταξύ της πίεσης από τα κάτω που απειλεί να τις σαρώσει και της πίεσης από τους ιμπεριαλιστές αφέντες τους που ελέγχουν τις διεθνείς ροές κεφαλαίου. Η αριστερή δημαγωγία και ο θρησκευτικός σκοταδισμός έχουν αποδειχθεί μέχρι στιγμής αποτελεσματικοί στο να συγκρατούν την κοινωνική δυσαρέσκεια. Αλλά όταν αυτό αποτύχει, η στρατιωτική δικτατορία δεν είναι ποτέ πολύ μακριά.

Στις χώρες που καταπιέζονται από τον ιμπεριαλισμό, ο αγώνας για την εθνική χειραφέτηση από τη μέγγενη των μεγάλων δυνάμεων και η επίλυση άλλων βασικών δημοκρατικών καθηκόντων παίζουν αποφασιστικό ρόλο. Καθώς αυτοί οι αγώνες εντείνονται, θα αποδεικνύεται σε κάθε βήμα ότι οι εθνικές αστικές τάξεις παίζουν προδοτικό ρόλο, θυσιάζοντας την εθνική απελευθέρωση και τη χειραφέτηση της εργατικής τάξης και της αγροτιάς στο βωμό της ατομικής ιδιοκτησίας. Οι επαναστάτες πρέπει να μπουν στη μάχη και να δείξουν σε κάθε βήμα πως μόνο η εργατική τάξη επικεφαλής όλων των καταπιεζόμενων μπορεί να οδηγήσει στην απελευθέρωση.

Σε καμία περίπτωση ο αγώνας κατά των απολυταρχικών ή σκοταδιστικών κυβερνήσεων δεν μπορεί να δικαιολογήσει την παραμικρή παραχώρηση ή συμμαχία με φιλοϊμπεριαλιστικές φιλελεύθερες εκσυγχρονιστικές εναλλακτικές. Αυτό μόνο θα ενίσχυε την αντίδραση, ενώ θα έδενε τις δυνάμεις για δημοκρατική μεταρρύθμιση στον ιμπεριαλισμό. Στις χώρες όπου η αστική τάξη βάφεται με αριστερά «αντιιμπεριαλιστικά» χρώματα, είναι απαραίτητο να αποκαλυφθούν οι υποκρισίες της, προωθώντας τον αγώνα ενάντια στον ιμπεριαλισμό προς τα εμπρός. Τίποτα δεν μπορεί να είναι πιο στείρο και αντιπαραγωγικό από το να στέκεσαι στο περιθώριο και να κηρύττεις την επανάσταση. Είναι υποχρεωτικό να υπερασπιστούμε κάθε μεταρρύθμιση που πλήττει τα ιμπεριαλιστικά συμφέροντα. Αλλά αυτό δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να δικαιολογεί την υποστήριξη στον αστικό λαϊκισμό. Η εργατική τάξη πρέπει να υπερασπιστεί την ανεξαρτησία της με κάθε κόστος, ξεκαθαρίζοντας πάντα ότι πολεμά τον ιμπεριαλισμό με τις δικές της μεθόδους και στόχους – αυτούς της επαναστατικής ταξικής πάλης.

Οι δυνάμεις που αγωνίζονται για τη διεθνή επανάσταση είναι σήμερα ελάχιστες. Η ανασύνταξη με βάση ένα σαφές πρόγραμμα και προοπτική είναι απαραίτητη. Προσφέρουμε το παρόν έγγραφο ως συμβολή στη διαδικασία ανασυγκρότησης και ανοικοδόμησης των δυνάμεων για την Τέταρτη Διεθνή. Η ΔΚΕ είχε βυθιστεί σε εσωτερικές διαμάχες και πολιτικό αποπροσανατολισμό, ωστόσο προχωράει με αυτοπεποίθηση ότι η διαδικασία εδραίωσης που έχει ξεκινήσει θα της αποδώσει έναν κρίσιμο ρόλο στην επερχόμενη περίοδο κοινωνικών αναταραχών και συγκρούσεων. Όπως εξήγησε ο Τρότσκι:

«Η διαδικασία της αποκρυστάλλωσης, η οποία είναι πολύ δύσκολη και γεμάτη βάσανα στα πρώτα στάδια, θα αποκτήσει στο μέλλον ένα ορμητικό και γοργό χαρακτήρα.... Οι μεγάλες συγκρούσεις σαρώνουν ότι είναι μεσοβέζικο και τεχνητό και, από την άλλη πλευρά, δυναμώνουν ότι είναι ζωτικό. Ο πόλεμος αφήνει περιθώριο μόνο για δύο τάσεις στις γραμμές του εργατικού κινήματος: τον σοσιαλπατριωτισμό, που δεν σταματά σε καμία προδοσία, και τον επαναστατικό διεθνισμό, που είναι αποφασιστικός και έτοιμος να φτάσει μέχρι το τέλος. Ακριβώς για τον λόγο αυτό οι κεντριστές, φοβισμένοι για τα επερχόμενα γεγονότα, διεξάγουν μια λυσσαλέα πάλη εναντίον της Τέταρτης Διεθνούς. Έχουν δίκιο με τον τρόπο τους: στις παραμονές μεγάλων κλυδωνισμών, οι μόνες οργανώσεις που θα μπορέσουν να επιβιώσουν και να αναπτυχθούν θα είναι εκείνες που όχι μόνο ξεκαθάρισαν τις γραμμές τους από το σεχταρισμό, αλλά που τις έχουν κιόλας συστηματικά εκπαιδεύσει στο πνεύμα της περιφρόνησης κάθε ιδεολογικής αμφιταλάντευσης και δειλίας».

— «Σεχταρισμός, Kεντρισμός και Τέταρτη Διεθνής» (Οκτώβριος 1935)

Εμπρός για την επανασφυρηλάτηση της 4ης Διεθνούς, παγκόσμιο κόμμα της σοσιαλιστικής επανάστασης!