QR Code
https://iclfi.org/pubs/obol/8/diarkous
Μεταφράστηκε από For Communist Leadership of the Anti-Imperialist Struggle! (Αγγλικά), Spartacist (English edition) Τεύχος 68

Το παρόν κείμενο εγκρίθηκε από το Όγδοο Διεθνές Συνέδριο της Διεθνούς Κομμουνιστικής Ένωσης.

Η εποχή του ιμπεριαλισμού χαρακτηρίζεται από τη διαίρεση του κόσμου μεταξύ ενός μεγάλου αριθμού καταπιεζόμενων χωρών και μιας χούφτας καταπιεστικών χωρών που κυριαρχούν οικονομικά και στρατιωτικά. Η τωρινή παγκόσμια κατάσταση χαρακτηρίζεται από την ηγεμονία του αμερικανικού ιμπεριαλισμού που, σε συμμαχία με τις άλλες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις (Γερμανία, Βρετανία, Γαλλία, Ιαπωνία), υποτάσσουν την τεράστια μάζα του παγκόσμιου πληθυσμού μέσω της εξαγωγής χρηματιστικού κεφαλαίου. Οι παλιές μέρες των αποικιακών αυτοκρατοριών, με τη γυμνή και ανοιχτή λεηλασία των αποικιών, έχουν παραχωρήσει τη θέση τους στη λεηλασία των χωρών που είναι τυπικά «ανεξάρτητες» αλλά που στην πραγματικότητα είναι νεοαποικίες ή εξαρτημένα κράτη που κρατούνται δέσμια από τον οικονομικό και στρατιωτικό εκβιασμό των «μεγάλων» δυνάμεων.

Στις περισσότερες χώρες της Αφρικής, της Ασίας, της Λατινικής Αμερικής και της Ανατολικής Ευρώπης, δεν είναι η εθνική αστική τάξη αλλά οι ιμπεριαλιστές που ελέγχουν και υπαγορεύουν κάθε πτυχή της οικονομικής και πολιτικής ζωής, εμποδίζοντας και αποτρέποντας την οικονομική, εθνική και πολιτιστική ανάπτυξη. Δάνεια, λεηλασία των φυσικών πόρων, φτηνή εργασία, νομισματική πολιτική κλπ., είναι όλα μέσα με τα οποία η οικονομική ολιγαρχία και τα ιμπεριαλιστικά μονοπώλια ενισχύουν την κυριαρχία τους, επιβάλλουν φόρους στο σύνολο της κοινωνίας και διατηρούν αυτές τις χώρες σε κατάσταση εξαθλίωσης.

Σε αυτές τις χώρες, η σύγχρονη βιομηχανία είναι προϊόν του ξένου κεφαλαίου. Η τελευταία λέξη της τεχνολογίας στη βιομηχανία και τη γεωργία βρίσκεται πλάι-­πλάι με τις προκαπιταλιστικές κοινωνικές σχέσεις. Εργοστάσια, σιδηρόδρομοι, ορυχεία και λιμάνια ξεφυτρώνουν από το έδαφος εκεί όπου νεροβούβαλοι και ξύλινα εργαλεία εξακολουθούν να οργώνουν τη γη. Ο κυρίαρχος ρόλος που διαδραματίζει το ξένο κεφάλαιο προσδίδει στην εθνική αστική τάξη έναν εξαιρετικά αδύναμο χαρακτήρα: είναι μόνο εν μέρει σε θέση να φτάσει στο ύψος μιας άρχουσας τάξης και έτσι παραμένει παγιδευμένη σε μια θέση ημι­κυρίαρχης και ημι-­καταπιεσμένης τάξης. Ταυτόχρονα, το ξένο κεφάλαιο προλεταριοποιεί τον πληθυσμό, δημιουργώντας μια εργατική τάξη που έρχεται να παίξει κεντρικό ρόλο στη ζωή της χώρας. Η εγκαθίδρυση ισχυρών εργατικών συνδικάτων και συχνά κομμάτων της εργατικής τάξης αντιπροσωπεύει μια πανίσχυρη δύναμη που μπορεί να παλέψει ενάντια στην ιμπεριαλιστική εκμετάλλευση και να αντιμετωπίσει τις εύθραυστες εθνικές αστικές τάξεις και κυβερνήσεις.

Η οπισθοδρόμηση της εθνικής οικονομίας, η απόλυτη διαφθορά των τοπικών κυβερνήσεων, οι μυριάδες εθνικές και θρησκευτικές διαιρέσεις, η επιβίωση προκαπιταλιστικών σχέσεων· όλες αυτές οι συνθήκες, που διατηρούνται και ενισχύονται από την ξένη κυριαρχία, δημιουργούν έναν άρρηκτο δεσμό μεταξύ της κοινωνικής απελευθέρωσης των εργαζόμενων μαζών και της εθνικής χειραφέτησης. Είναι η αντίσταση σε αυτή την εξαθλίωση και την εθνική ταπείνωση, καθώς και οι προσδοκίες για γη, δημοκρατία και οικονομική ανάπτυξη, που ωθούν τον αγώνα των μαζών των εργατών και των αγροτών προς τα εμπρός, προσδίδοντας στα πιο βασικά αιτήματά τους έναν εκρηκτικό χαρακτήρα.

Η ανάπτυξη και ο εκσυγχρονισμός αυτών των νεοαποικιακών χωρών απαιτεί την επίλυση βασικών δημοκρατικών καθηκόντων· η ανάπτυξη της εθνικής βιο­μηχανίας και της εσωτερικής αγοράς απαιτεί εθνική ενοποίηση και χειραφέτηση, καθώς και μεταρρύθμιση της γης. Η εθνική αστική τάξη έχει αντικειμενικό συμφέρον στην επίλυση αυτών των ζητημάτων προκειμένου να ανυψώσει περαιτέρω την κοινωνική της θέση ως άρχουσα τάξη. Αλλά κάθε ένα από αυτά τα ζητήματα απαιτεί να έρθει αντιμέτωπη με την ιμπεριαλιστική υποταγή. Δεδομένης της αδυναμίας της σε σχέση με τους ιμπεριαλιστές, όταν η εθνική αστική τάξη προσπαθεί να αντισταθεί στο ξένο κεφάλαιο, αναγκάζεται σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό να στηριχθεί στο προλεταριάτο και σε ολόκληρο το έθνος. Ταυτόχρονα, ως τάξη ιδιοκτητών, έχει συνείδηση ότι το προλεταριάτο αποτελεί απειλή για τα συμφέροντά της. Προκειμένου να τα προστατεύσει, αναγκάζεται να στηριχθεί στους ιμπεριαλιστές, με τους οποίους είναι δεμένη με χίλια νήματα. Έτσι, ανίκανη να διαδραματίσει έναν ανεξάρτητο ρόλο, η εθνική αστική τάξη ισορροπεί μεταξύ αυτών των δύο πιο ισχυρών δυνάμεων. Ο Τρότσκι εξηγεί:

«Στις βιομηχανικά καθυστερημένες χώρες το ξένο κεφάλαιο παίζει καθοριστικό ρόλο. Εξού και η σχετική αδυναμία της εθνικής αστικής τάξης σε σχέση με το εθνικό προλεταριάτο. Αυτό δημιουργεί ιδιαίτερες συνθήκες κρατικής εξουσίας. Η κυβέρνηση αμφιταλαντεύεται ανάμεσα στο ξένο και το εγχώριο κεφάλαιο, ανάμεσα στην αδύναμη εθνική αστική τάξη και το σχετικά ισχυρό προλεταριάτο. Αυτό προσδίδει στην κυβέρνηση έναν βοναπαρτιστικό χαρακτήρα με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά. Υψώνει τον εαυτό της, κατά κάποιο τρόπο, πάνω από τις τάξεις. Στην πραγματικότητα, μπορεί να κυβερνήσει είτε καθιστώντας τον εαυτό της εργαλείο του ξένου καπιταλισμού και κρατώντας το προλεταριάτο στις αλυσίδες μιας αστυνομικής δικτατορίας, είτε κάνοντας ελιγμούς με το προλεταριάτο και φτάνοντας ακόμη και στο σημείο να του κάνει παραχωρήσεις, κερδίζοντας έτσι τη δυνατότητα μιας κάποιας ελευθερίας από τους ξένους καπιταλιστές».

— «Εθνικοποιημένη Βιομηχανία και Εργατική Διοίκηση», Μάιος 1939 (δική μας μετάφραση)

Βασιζόμενη στην ώθηση των εργαζομένων στη χώρα και με δεδομένο έναν ευνοϊκό διεθνή συσχετισμό δυνάμεων, η εθνική αστική τάξη μπορεί να πραγματοποιήσει εθνικοποιήσεις, μεταρρυθμίσεις γης και άλλα προο­δευτικά μέτρα ενάντια στους ιμπεριαλιστές με στόχο την υπεράσπιση της εθνικής ανεξαρτησίας και την ανάπτυξη της εθνικής οικονομίας. Οι εθνικοποιήσεις του πετρελαίου στο Μεξικό το 1938 υπό τον Λάζαρο Καρντένας ή η ανάληψη του ελέγχου της διώρυγας του Σουέζ στην Αίγυπτο υπό τον Αμπντέλ Νάσερ το 1956 είναι κλασικά παραδείγματα αυτής της διαδικασίας. Αλλά η αστική τάξη πραγματοποιεί τέτοια μέτρα για τους δικούς της σκοπούς και με τις δικές της μεθόδους. Επιδιώκει να διατηρήσει τον εαυτό της στην κεφαλή του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα, προκειμένου να περιορίσει και να διοχετεύσει τις κοινωνικές και οικονομικές προσδοκίες των καταπιεζόμενων μέσα σε όρια αποδεκτά στην ταξική της κυριαρχία, ώστε να βελτιώσει τη δική της θέση ως ημικυρίαρχη τάξη απέναντι στους ιμπεριαλιστές.

Οι αστικές τάξεις των υποδουλωμένων χωρών έχουν πλήρη επίγνωση ότι ένας σοβαρός αγώνας κατά του ιμπεριαλισμού θα απαιτούσε μια επαναστατική αναταραχή των μαζών που θα αποτελούσε απειλή για την ίδια την εθνική αστική τάξη. Ο Τρότσκι έγραψε:

«Ένα δημοκρατικό ή εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα μπορεί να προσφέρει στην αστική τάξη την ευκαιρία να εμβαθύνει και να διευρύνει τις δυνατότητές της για εκμετάλλευση. Η ανεξάρτητη παρέμβαση του προλεταριάτου στην επαναστατική αρένα απειλεί να στερήσει από την αστική τάξη εντελώς τη δυνατότητα εκμετάλλευσης».

— Η Τρίτη Διεθνής Μετά τον Λένιν, 1928 (δική μας μετάφραση)

Κινητοποιώντας τις μάζες πίσω της, η αστική τάξη πρέπει έτσι να τις κρατά κάτω από αυστηρό έλεγχο – συντρίβοντας τα επαναστατικά κόμματα· διατηρώντας σιδερένια λαβή στα εργατικά σωματεία μέσω της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας και, μερικές φορές, ενσωματώνοντάς τα απευθείας στο κράτος· παρέχοντας χορηγία για τη δημιουργία αγροτικών οργανώσεων που ελέγχονται από το κράτος κλπ. Ταξική πάλη, κατασχέσεις γης, απόπειρες δημιουργίας ανεξάρτητων εργατικών σωματείων και αγροτικών οργανώσεων – κάθε προσπάθεια ανεξάρτητης αντιιμπεριαλιστικής δράσης των μαζών αντιμετωπίζεται με αιματηρή καταστολή. Καταστέλλοντας τη μόνη δύναμη που μπορεί να φέρει πραγματική εθνική χειραφέτηση και εκσυγχρονισμό – την εργατική τάξη σε συμμαχία με την αγροτιά – η εθνική αστική τάξη όχι μόνο εμποδίζει την κοινωνική επανάσταση, αλλά σαμποτάρει σε κάθε βήμα τον αντιιμπεριαλιστικό αγώνα, προδίδοντάς τον και ανοίγοντας το δρόμο στην ιμπεριαλιστική αντίδραση. Εξαιτίας των δεσμών της με την καπιταλιστική ιδιοκτησία και της ανάγκης της να υπερασπιστεί τα ταξικά της συμφέροντα κατά των προλεταριακών μαζών, η εθνική αστική τάξη όχι μόνο είναι ανίκανη να λύσει τα καθήκοντα της εθνικής χειραφέτησης και της αγροτικής επανάστασης, αλλά παίζει έναν εντελώς αντιδραστικό ρόλο σε αυτή τη διαδικασία.

Μόνο το προλεταριάτο, συσπειρώνοντας πίσω του τις αγροτικές μάζες και την μικροαστική τάξη των πόλεων, είναι ικανό να σπάσει τον ζυγό του ξένου κεφαλαίου, να ολοκληρώσει την αγροτική επανάσταση και να εγκαθιδρύσει πλήρη δημοκρατία για τους εργαζόμενους με τη μορφή μιας κυβέρνησης εργατών και αγροτών. Όπως εξήγησε ο Τρότσκι σε σχέση με τη Ρωσία στο έργο του Η Διαρκής Επανάσταση (εισαγωγή στην πρώτη ρώσικη έκδοση το 1929):

«Απ’ αυτό έβγαλα το συμπέρασμα ότι η αστική μας επανάσταση μπορούσε να εκπληρώσει ριζοσπαστικά τα καθήκοντά της μόνο στην περίπτωση που το προλεταριάτο, με τη βοήθεια της πολυπληθούς αγροτιάς θα αποδεικνυόταν ικανό να συγκεντρώσει την επαναστατική δικτατορία στα χέρια του.

«Ποιο θα ήταν το κοινωνικό περιεχόμενο αυτής της δικτατορίας; Πρώτα απ’ όλα, θα έπρεπε να φέρει μέχρι τέλος την αγροτική επανάσταση και τη δημοκρατική αναμόρφωση του κράτους. Με άλλα λόγια, η δικτατορία του προλεταριάτου θα γινόταν το εργαλείο για να εκπληρωθούν τα καθήκοντα της ιστορικά ­αργοπορημένης αστικής επανάστασης. Αλλά το ζήτημα δεν σταματούσε εκεί. Αφού θα είχε φθάσει στην εξουσία, το προλεταριάτο θα ήταν υποχρεωμένο να επέμβει ακόμα πιο βαθιά στις σχέσεις ατομικής ιδιοκτησίας γενικά, δηλαδή, να πάρει το δρόμο των σοσιαλιστικών μέτρων».

Η άνοδος του προλεταριάτου στην εξουσία σε μια χώρα δεν ολοκληρώνει την επανάσταση, αλλά μόνο την ανοίγει. Να εκσυγχρονιστούν οι καθυστερημένες χώρες, να αναπτυχθεί μια εθνική βιομηχανία και αγορά, να βγουν οι μάζες από τη μιζέρια – όλα αυτά απαιτούν το υψηλότερο επίπεδο τεχνολογίας και παραγωγικότητας και πρόσβαση στην παγκόσμια αγορά – τον διεθνή καταμερισμό εργασίας. Ωστόσο, όλα αυτά βρίσκονται υπό τον έλεγχο του ιμπεριαλισμού. Όσο παραμένει ο παγκόσμιος ιμπεριαλισμός, οι κατακτήσεις μιας μεμονωμένης χώρας εξακολουθούν να υπόκεινται στην ιμπεριαλιστική ασφυξία και στη διαρκή απειλή της ανατροπής. Η νίκη της νεοαποικιακής επανάστασης και η ανάπτυξη του σοσιαλισμού απαιτεί την ήττα του ιμπεριαλισμού στην παγκόσμια αρένα, δηλαδή την επέκταση της επανάστασης στα ιμπεριαλιστικά κέντρα.

Στις υποταγμένες χώρες το πρώτο βήμα προς αυτό τον στόχο είναι η δημιουργία επαναστατικών κομμάτων, των οποίων το κύριο καθήκον είναι να αποσπάσουν την ηγεσία του αντιιμπεριαλιστικού αγώνα από τα χέρια της εθνικής αστικής τάξης. Αυτό μπορεί να επιτευχθεί μόνο σπρώχνοντας προς τα εμπρός την πάλη για εθνική απελευθέρωση μέχρι τις τελικές της συνέπειες, εκθέτοντας στην πορεία μπροστά στις μάζες κάθε αμφιταλάντευση, συνθηκολόγηση και προδοσία της αστικής τάξης. Καταλαμβάνοντας τα περιουσιακά στοιχεία των ιμπεριαλιστών και ιδιαίτερα των τραπεζών τους· απαλλοτριώνοντας τους γαιοκτήμονες, ντόπιους και ξένους· αποκηρύσσοντας το χρέος και κάθε «ελεύθερη» εμπορική συνθήκη – κάθε συνεπής δράση για την προώθηση της πάλης κατά της ιμπεριαλιστικής σκλαβιάς στρέφει τις μάζες ενάντια στην αστική τάξη. Όπως είπε ο Τρότσκι, αυτή η τάξη «έχει πάντα πίσω της μια συμπαγή οπισθοφυλακή στον ιμπεριαλισμό, η οποία πάντα θα τη βοηθάει με χρήματα, αγαθά και οβίδες ενάντια στους εργάτες και τους αγρότες» («Η Κινεζική Επανάσταση και οι Θέσεις του Συντρόφου Στάλιν», Μάιος 1927). Εξήγησε:

«Αλλά καθετί που φέρνει τις καταπιεζόμενες και εκμεταλλευόμενες μάζες των εργαζομένων στα πόδια τους, αναπόφευκτα σπρώχνει την εθνική αστική τάξη σε ένα ανοιχτό μπλοκ με τους ιμπεριαλιστές. Η ταξική πάλη μεταξύ της αστικής τάξης και των μαζών των εργατών και των αγροτών δεν αποδυναμώνεται, αλλά, οξύνεται από την ιμπεριαλιστική καταπίεση, σε σημείο αιματηρού εμφυλίου πολέμου σε κάθε σοβαρή σύγκρουση». (Δική μας μετάφραση)

Την ίδια στιγμή, στο βαθμό που η αστική τάξη επιδιώκει να λάβει παραχωρήσεις από τους ιμπεριαλιστές, οι επαναστάτες, ενώ διατηρούν πλήρη οργανωτική και πολιτική ανεξαρτησία, υποστηρίζουν τέτοια μέτρα και πρέπει να επιδιώξουν να κινητοποιήσουν το προλεταριάτο και την αγροτιά για να τα πραγματοποιήσουν για τους δικούς τους σκοπούς και με τις δικές τους μεθόδους:

Εθνικοποιήσεις;

Καμία αποζημίωση! Κατάληψη εργοστασίων, ορυχείων, σιδηροδρόμων μέχρι να υποχωρήσουν οι ιμπεριαλιστές!

Γραφειοκρατική, περιορισμένη μεταρρύθμιση γης;

Αγροτικές επιτροπές για την κατάληψη της γης!

Ιμπεριαλιστική απειλή «αλλαγής καθεστώτος»;

Εξοπλισμός των εργατών και των αγροτών!

Σε κάθε περίπτωση, οι Τροτσκιστές σπρώχνουν προς τα εμπρός την ανεξάρτητη δράση των μαζών στην πορεία της πάλης με στόχο να σπάσουν τον έλεγχο της εθνικιστικής αστικής τάξης.

Για να καταπολεμηθεί η επιρροή της αστικής τάξης, είναι ζωτικής σημασίας να καταπολεμηθεί ο εθνικισμός, το κύριο ιδεολογικό εργαλείο που χρησιμοποιεί για να συσπειρώσει το προλεταριάτο και τους καταπιε­σμένους πίσω από τα δικά της συμφέροντα. Ο εθνικισμός στρέφει το προλεταριάτο κατά των εθνικών μειο­νοτήτων και των ταξικών αδελφών του από άλλα καταπιεζόμενα έθνη και, κρίσιμα, κατά της εργατικής τάξης των καταπιεστικών εθνών, εμποδίζοντας την επαναστατική ενότητα στην πάλη ενάντια του κοινού εχθρού, των ιμπεριαλιστών. Αλλά προκειμένου να σπάσουν οι μάζες από τον εθνικισμό, είναι απαραίτητο να γίνει διάκριση μεταξύ του εθνικισμού του καταπιεστή, που αποτελεί έκφραση του σοβινισμού των ιμπεριαλιστών, και του εθνικισμού των καταπιεζόμενων, που αποτελεί αντίδραση στην καταπίεση. Να αρνείται κανείς αυτή τη διάκριση σημαίνει να αρνείται την επιθυμία των μαζών για χειραφέτηση. Ο εθνικισμός δεν μπορεί να εξαλειφθεί με το κήρυγμα του αφηρημένου διεθνισμού. Μπορεί να ξεπεραστεί μόνο με την πάλη, καταδεικνύοντας την προδοσία της εθνικής αστικής τάξης στον αγώνα για τη χειραφέτηση.

Τα συμφέροντα της εργατικής τάξης απαιτούν την πλήρη αλληλεγγύη των εργατών όλων των εθνών. Στις ιμπεριαλιστικές χώρες, τα επαναστατικά κόμματα πρέπει να εμφυσήσουν στο προλεταριάτο την κατανόηση ότι η χειραφέτηση των υποταγμένων εθνών είναι προς το δικό του αντικειμενικό συμφέρον· κάθε ήττα των ιμπεριαλιστών στο εξωτερικό ενισχύει τη θέση του προλεταριάτου στο εσωτερικό. Οι Τροτσκιστές πρέπει να αγωνιστούν για μια ρήξη με τους σοσιαλσοβινιστές μέσα στις γραμμές του εργατικού κινήματος – τους υπερασπιστές του ΝΑΤΟ και της ΕΕ, τους γραφειοκράτες των σωματείων που υποστηρίζουν τη συμφωνία «ελεύθερου εμπορίου» στη Βόρεια Αμερική, USMCA – και με τους κεντριστές που διατηρούν την ενότητα με τους σοσιαλσοβινιστές. Μόνο με αυτόν τον τρόπο μπορούν να ξεπεραστούν η δυσπιστία και οι εθνικιστικές προκαταλήψεις στις νεοαποικίες. Ο κύριος εχθρός βρίσκεται στην ίδια μας τη χώρα! Διώξτε τους φιλοϊμπεριαλιστές γραφειοκράτες των εργατικών σωματείων! Για την εργατική επανάσταση στα ιμπεριαλιστικά κέντρα!

Τα επαναστατικά κόμματα στα καταπιεζόμενα έθνη, καθοδηγώντας τον αγώνα κατά της ιμπεριαλιστικής καταπίεσης, πρέπει να εκπαιδεύουν τις εργαζόμενες μάζες στο πνεύμα της επαναστατικής ενότητας με το προλεταριάτο των καταπιεστικών εθνών. Η ενότητα των καταπιεζόμενων εθνών ενάντια στον ιμπεριαλισμό δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί υπό την αιγίδα των διεφθαρμένων κομπραδόρικων αστικών τάξεων, για τις οποίες «πατριωτισμός» σημαίνει μόνο την υπεράσπιση της ατομικής τους ιδιοκτησίας. Μπορεί να επιτευχθεί μόνο υπό την ηγεσία της εργατικής τάξης σε συμμαχία με την αγροτιά. Κατάληψη όλων των ιμπεριαλιστικών περιουσιακών στοιχείων! Γη στον αγρότη! Για την εθνική και κοινωνική απελευθέρωση!

Η εμπειρία έχει δείξει ότι σε εξαιρετικές περιπτώσεις, τα αντάρτικα κινήματα που βασίζονται στους αγρότες είναι σε θέση να νικήσουν τον ιμπεριαλισμό σε μια χώρα και να απαλλοτριώσουν την εθνική αστική τάξη (π.χ., Κίνα, Κούβα, Λάος, Βιετνάμ). Ωστόσο, η νίκη τέτοιων κινημάτων δεν μπορεί να οδηγήσει σε τίποτα περισσότερο από την εγκαθίδρυση γραφειοκρατικών καθεστώτων Σταλινικού τύπου που διατηρούν την κυριαρχία τους μέσω της βάναυσης καταστολής των εργατικών μαζών, ενώ η χώρα παραμένει υπό την επήρεια των πιέσεων της παγκόσμιας αγοράς. Το σήμα κατατεθέν αυτών των Σταλινικών γραφειοκρατιών είναι η σθεναρή εναντίωσή τους στην επέκταση της σοσιαλιστικής επανάστασης πέρα από τα εθνικά τους σύνορα, με την απατηλή ελπίδα να κατευνάσουν τον ιμπεριαλισμό. Η υπεράσπιση και η επέκταση των κατακτήσεων αυτών των επαναστάσεων απαιτεί μια νέα επανάσταση κατά αυτών των γραφειοκρατών. Επομένως, τα καθήκοντα των επαναστατών που ορίζονται παραπάνω ισχύουν και για αυτές τις κοινωνίες: οι Τροτσκιστές πρέπει να πάρουν την ηγεσία της αντιιμπεριαλιστικής πάλης από τα χέρια των γραφειοκρατών και να την οδηγήσουν κάτω από το λάβαρο του αυθεντικού Λενινισμού. Υπερασπίστε την Κίνα, τη Βόρεια Κορέα, το Λάος, την Κούβα, το Βιετνάμ ενάντια στον ιμπεριαλισμό και την αντεπανάσταση! Για πολιτική επανάσταση κατά των Σταλινικών προδοτών! Για τον κομμουνισμό του Λένιν και του Τρότσκι!

Ο οριστικός θρίαμβος κατά του ιμπεριαλισμού μπορεί να εξασφαλιστεί μόνο με τη συγχώνευση της πάλης του προλεταριάτου στις ιμπεριαλιστικές χώρες κατά της «δικής» του άρχουσας τάξης με αυτής των εργαζομένων των καταπιεζόμενων εθνών κατά των ίδιων ιμπεριαλιστών και των ντόπιων πρακτόρων τους.

Εργάτες του κόσμου και καταπιεζόμενοι λαοί, ενωθείτε!

Ο ΡΕΒΙΖΙΟΝΙΣΜOΣ ΤΗΣ ΔΚΕ ΓΙΑ ΤΗ ΔΙΑΡΚΗ ΕΠΑΝΆΣΤΑΣΗ

Παραμορφωμένη από τη Γέννηση

Από την ίδρυσή της, η προσέγγιση της Σπαρτακιστικής τάσης για το πρόβλημα της επανάστασης στις νεοαποικιακές χώρες και τα καταπιεζόμενα έθνη είχε βασιστεί στην αναθεώρηση της διαρκούς επανάστασης. Για να κατανοήσουμε πώς και γιατί συνέβη αυτό, είναι απαραίτητο να εξετάσουμε το ιστορικό και πολιτικό πλαίσιο στο οποίο η τάση μας ανέπτυξε την προσέγγισή της.

Η περίοδος που ακολούθησε τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο σημαδεύτηκε από μια έξαρση των εθνικοαπελευθερωτικών αγώνων που τροφοδοτήθηκε από τη διάλυση της βρετανικής και της γαλλικής αποικιακής αυτοκρατορίας και την ενισχυμένη εξουσία της ΕΣΣΔ μετά τη νίκη της επί της ναζιστικής Γερμανίας. Ο κόσμος ήταν διαιρεμένος ανάμεσα σε δύο υπερδυνάμεις που εκπροσωπούσαν δύο αντίπαλα κοινωνικά συστήματα: την ΕΣΣΔ και τον αμερικανικό ιμπεριαλισμό. Σε αυτή την κατάσταση, οι καταπιεζόμενες χώρες είχαν περιθώρια ελιγμών και πολλές προσέβλεπαν στη Σοβιετική Ένωση για στρατιωτική και πολιτική υποστήριξη στην πάλη τους κατά του ιμπεριαλισμού. Μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1970, εξεγέρσεις συγκλόνισαν τον νεοαποικιακό κόσμο: Κίνα, Κορέα, Ινδοκίνα, Ινδία, Κύπρος, Αλγερία, Κούβα, αραβικός κόσμος, Χιλή κλπ. Στην κεφαλή αυτών των κινημάτων βρέθηκαν αστικές και μικροαστικές δυνάμεις. Στις περισσότερες περιπτώσεις, το αποτέλεσμα αυτών των αγώνων ήταν η τυπική ανεξαρτησία υπό αστική εθνικιστική εξουσία, ενώ παρέμενε ο ζυγός της ιμπεριαλιστικής υποδούλωσης.

Καθ’ όλη τη διάρκεια αυτής της περιόδου, η στρατηγική ολόκληρης σχεδόν της Μαρξιστικής αριστεράς διεθνώς αποτελούνταν από υποστήριξη, ανοιχτά ή κριτικά, των εθνικιστικών ηγεσιών αυτών των κινημάτων και των καθεστώτων τους. Η δικαιολόγηση ήταν ότι η ιμπεριαλιστική καταπίεση των αποικιών και των νεοαποικιών έδινε έναν αντικειμενικά προοδευτικό ρόλο στην εθνική αστική τάξη και ότι η νίκη των εθνικιστικών δυνάμεων θα ισοδυναμούσε με την πραγματοποίηση της αστικοδημοκρατικής επανάστασης, ανοίγοντας έτσι το δρόμο προς τον σοσιαλισμό. Με το επιχείρημα ότι η «αντικειμενική διαδικασία» θα ανάγκαζε τις αστικές και μικροαστικές εθνικιστικές ηγεσίες προς τον σοσιαλισμό, ο ρόλος των επαναστατών περιορίστηκε στο να τις σπρώξουν προς τα αριστερά. Αυτό ήταν το θεωρητικό πλαίσιο των Σταλινικών κομμάτων και των Μαοϊκών διασπάσεών τους, της Νέας Αριστεράς, καθώς και των ψευδοτροτσκιστών (ο Μιχάλης Ράπτης [Πάμπλο], πρώην ηγέτης της Τετάρτης Διεθνούς, κατέληξε σύμβουλος της αλγερινής αστικής κυβέρνησης του Μπεν Μπέλα).

Αυτό αποτελούσε την απόλυτη άρνηση της επαναστατικής ηγεσίας του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα. Αν η «αντικειμενική διαδικασία» θα οδηγούσε στην απελευθέρωση και τον σοσιαλισμό, τότε δεν υπήρχε ανάγκη για επαναστατικά κόμματα. Στην πραγματικότητα, αυτό σήμαινε το δέσιμο του προλεταριάτου και των αγροτικών μαζών με την εθνική αστική τάξη, προδίδοντας τον αντιιμπεριαλιστικό αγώνα και τη σοσιαλιστική επανάσταση. Για τους επαναστάτες, αυτό που τέθηκε ήταν να παρέχουν ένα πρόγραμμα για την ανεξάρτητη δράση των εργαζόμενων μαζών, για τις ανάγκες και τις προσδοκίες τους, ως μέσο προώθησης του αντιιμπεριαλιστικού αγώνα και, στην πορεία, να αναδυθούν στην κεφαλή αυτού του αγώνα σε αντιπαράθεση με τους εθνικιστές και τους Σταλινικούς. Μόνο σε αυτή τη βάση ήταν δυνατό να εκτεθεί το πρόγραμμα της ταξικής συνεργασίας της αριστεράς ως εμπόδιο στη νίκη ενάντια στον ιμπεριαλισμό και να ξεκινήσει μια διαδικασία διασπάσεων και συγχωνεύσεων για την οικοδόμηση ενός αυθεντικού Τροτσκιστικού ρεύματος.

Ωστόσο, η Σπαρτακιστική τάση δεν ακολούθησε αυτή την πορεία. Αντιμέτωποι με την αστική ηγεσία των εθνικοαπελευθερωτικών αγώνων και την αριστερά ως ουρά του εθνικισμού, καταφύγαμε στη χάραξη μιας άκαμπτης και σεχταριστικής γραμμής καταγγέλλοντας τον εθνικισμό στον νεοαποικιακό κόσμο ως αντιδραστικό απ’ άκρη σ’ άκρη. Ξεκινώντας από τη σωστή παρόρμηση να αντιταχθούμε στη ρευστοποίηση της αριστεράς στον εθνικισμό, φτάσαμε εγκληματικά στην αποκήρυξη του πυρήνα της διαρκούς επανάστασης: το να θέσουμε τον αγώνα για την εθνική απελευθέρωση στο κέντρο της επαναστατικής στρατηγικής για τον νεοαποικιακό κόσμο. Αφήνοντας τις ορθόδοξες φράσεις που συνοψίζουν τη διαρκή επανάσταση στην άκρη, αντιπαραθέσαμε την εθνική απελευθέρωση με την ταξική πάλη και τη σοσιαλιστική επανάσταση. Με αυτόν τον τρόπο, απορρίψαμε συστηματικά την πάλη για κομμουνιστική ηγεσία του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα, ενισχύοντας το κράτημα των εθνικιστών και των μικροαστικών δυνάμεων πάνω στις μάζες. Αυτό το γενικό πλαίσιο ισοδυναμούσε ουσιαστικά, με συνθηκολόγηση με τον ιμπεριαλισμό.

Εθνική Απελευθέρωση: Αγκάθι στα Πλευρά
ή Μοχλός για την Επανάσταση;

Εδώ έχουμε δύο κλασικά παραδείγματα για το πως η Σπαρτακιστική τάση αντιλαμβανόταν το εθνικό ζήτημα:

«Σε γενικές γραμμές η υποστήριξή μας για το δικαίωμα στην αυτοδιάθεση είναι αρνητική: αδιάλλακτη αντίθεση σε κάθε εκδήλωση εθνικής καταπίεσης ως μέσο προς την ενότητα της εργατικής τάξης, όχι ως εκπλήρωση του “φανερού πεπρωμένου” ή της “κληρονομιάς” ενός έθνους, ούτε ως υποστήριξη των “προοδευτικών” εθνών ή του εθνικισμού. Υποστηρίζουμε το δικαίωμα στην αυτοδιάθεση και τους εθνικοαπελευθερωτικούς αγώνες προκειμένου να αφαιρέσουμε το εθνικό ζήτημα από την ιστορική ατζέντα, όχι για να δημιουργήσουμε άλλο ένα τέτοιο ζήτημα».

— «Θέσεις για την Ιρλανδία», Spartacist τεύχος 24, Φθινόπωρο 1977

Και:

«Στα καταπιεζόμενα έθνη μέσα σε πολυεθνικά κράτη, το ζήτημα για το αν υποστηρίζουμε ή όχι την ανεξαρτησία εξαρτάται από το βάθος των εθνικών ανταγωνισμών μεταξύ των εργαζομένων των διαφόρων εθνών. Αν οι σχέσεις έχουν δηλητηριαστεί τόσο ώστε να καθιστούν αδύνατη τη γνήσια ταξική ενότητα εντός μιας ενιαίας κρατικής δύναμης, υποστηρίζουμε την ανεξαρτησία ως τον μόνο τρόπο για να αφαιρεθεί το εθνικό ζήτημα από την ημερήσια διάταξη και να έρθει στο προσκήνιο το ταξικό ζήτημα».

— «Ο Εθνικισμός στο Κεμπέκ και η Ταξική Πάλη», Spartacist Canada τεύχος 12, Ιανουάριος 1977

Αυτή η προσέγγιση του εθνικού ζητήματος βασιζόταν στο ότι δεν το θεωρούσαμε ως μοχλό για τη σοσια­λιστική επανάσταση αλλά ως αγκάθι στα πλευρά, ένα ενοχλητικό πρόβλημα που έπρεπε να αφαιρεθεί για να ανοίξει ο δρόμος για την «καθαρή» ταξική πάλη. Αυτό δεν έχει καμία σχέση με τον Μαρξισμό. Η προσέγγιση των επαναστατών συνίσταται στο να χρησιμοποιούν κάθε καταπίεση, κάθε κρίση, κάθε πράξη αντίστασης για να σφυρηλατήσουν την ενότητα της εργατικής τάξης στην πάλη για την ανατροπή της αστικής τάξης. Από αυτή την άποψη, η αντίσταση κατά της ξένης κυριαρχίας στις καταπιεζόμενες χώρες αποτελεί ένα ισχυρό σφυρί για να συντρίψει τον παγκόσμιο ιμπεριαλισμό. Αλλά αντί να προωθήσει την πάλη για τον σοσιαλισμό βασιζόμενη στους πραγματικούς κοινωνικούς και εθνικούς αγώνες που λαμβάνουν χώρα, η Σπαρτακιστική τάση, με σεχταριστικό και δογματικό τρόπο, προσπάθησε να προβάλει στη ζωντανή πραγματικότητα τη δική της εξιδανικευμένη εκδοχή της ταξικής πάλης, εξαγνισμένης από κάθε εθνική «ενόχληση».

Μια τέτοια προσέγγιση του εθνικού ζητήματος δεν αποτελεί καινοτομία στην ιστορία του κομμουνιστικού κινήματος. Ο Λένιν την πολέμησε σε όλη του τη ζωή, ιδιαίτερα ενάντια στους λεγόμενους σοσιαλιστές που έβλεπαν με περιφρόνηση την Εξέγερση του Πάσχα το 1916 στο Δουβλίνο και την απέρριπταν ως ένα απλό «πραξικόπημα». Στα «Αποτελέσματα της Συζήτησης για την Αυτοδιάθεση» (Ιούλιος 1916), ο Λένιν περιέλαβε ένα τμήμα για την εξέγερση της Ιρλανδίας (το οποίο εμείς οι ίδιοι αναδημοσιεύσαμε, χωρίς να συνειδητοποιήσουμε ότι όλο το περιεχόμενό του απευθυνόταν σε εμάς). Εξήγησε:

«Οι απόψεις των αντιπάλων της αυτοδιάθεσης οδηγούν στο συμπέρασμα ότι έχει πια εξαντληθεί η ζωτικότητα των μικρών εθνών που καταπιέζονται από τον ιμπεριαλισμό, ότι τα έθνη αυτά δεν μπορούν πια να παίξουν κανένα ρόλο ενάντια στον ιμπεριαλισμό, ότι η υποστήριξη των καθαρά εθνικών τους επιδιώξεων δεν πρόκειται να οδηγήσει πουθενά κτλ».

Ενώ δεν απορρίψαμε το δικαίωμα στην αυτοδιάθεση, ολόκληρη η προσέγγισή μας διαμορφώθηκε από την ιδέα ότι τίποτα καλό δεν θα προέκυπτε από το «εθνικό πρόβλημα». Ο Λένιν συνεχίζει:

«Όποιος ονομάζει μια τέτ[ο]ια εξέγερση πραξικόπημα είναι είτε ο χειρότερος αντιδραστικός, είτε ένας δογματιστής, τελείως ανίκανος να συλλάβει την κοινωνική επανάσταση σαν ένα ζωντανό φαινόμενο.

«Γιατί, όταν νομίζει κανείς ότι μπορεί να νοηθεί κοινωνική επανάσταση χωρίς εξεγέρσεις των μικρών εθνών στις αποικίες και στην Ευρώπη, χωρίς επαναστατικές εκρήξεις μιας μερίδας των μικροαστών με όλες τις προλήψεις τους, χωρίς το κίνημα των μη συνειδητών προλεταριακών και μισοπρολεταριακών μαζών ενάντια στον τσιφλικάδικο, εκκλησιαστικό, μοναρχικό, εθνικό κτλ. ζυγό, όταν σκέπτεται κανείς έτσι, σημαίνει ότι απαρνείται την κοινωνική επανάσταση. Είναι σαν να πρόκειται να συνταχθεί από το ένα μέρος ένας στρατός που θα πει: “εμείς είμαστε υπέρ του σοσιαλισμού”, και από το άλλο, ένας άλλος στρατός που θα πει: “εμείς είμαστε υπέρ του ιμπεριαλισμού”, κι’ αυτό φαντάζονται θα είναι η κοινωνική επανάσταση! Μόνο απ’ αυτή τη σχολαστική και γελοία άποψη είναι δυνατό να βρίζει κανείς την εξέγερση της Ιρλανδίας, αποκαλώντας την “πραξικόπημα”.

«Όποιος περιμένει μια “καθαρή” κοινωνική επανάσταση, δεν θα τη δει ποτέ του. Αυτός είναι επαναστάτης στα λόγια που δεν καταλαβαίνει τι θα πει αληθινή επανάσταση».

Ποια είναι η μέθοδος «αφαίρεσης» του εθνικού ζητήματος από την «ιστορική ατζέντα», αν όχι η προσδοκία μιας «καθαρής» επανάστασης, «αμόλυντης» από τα εθνικά αισθήματα των καταπιεζόμενων λαών;

Η σοσιαλιστική επανάσταση δεν είναι μια μόνη μάχη, αλλά μια σειρά από μάχες που διεξάγονται για ένα πλήθος δημοκρατικών, οικονομικών και κοινωνικών ζητημάτων. Στις χώρες που βρίσκονται κάτω από τον ζυγό της ξένης κυριαρχίας, το να επιδιώκει κανείς να «αφαιρέσει» το εθνικό ζήτημα ως προϋπόθεση για τη σοσιαλιστική πάλη σημαίνει να αρνείται ότι η κατάσταση υπανάπτυξης που επιβάλλεται από τον ιμπεριαλισμό φέρνει αντικειμενικά στο προσκήνιο τα δημοκρατικά καθήκοντα ως τον θεμελιώδη μοχλό για τη σοσιαλιστική επανάσταση. Ο πυρήνας της διαρκούς επανάστασης – και το κεντρικό δίδαγμα της Οκτωβριανής Επανάστασης του 1917 – συνοψίζεται ως η αστικοδημοκρατική επανάσταση, η οποία επιτεύχθηκε από το επαναστατικό προλεταριάτο στην κεφαλή της αγροτιάς και όλων των καταπιεζόμενων, και εξελίχθηκε στη σοσιαλιστική. Ο Τρότσκι εξήγησε:

«Η δικτατορία του προλεταριάτου, που έχει ανέβει στην εξουσία σαν ο ηγέτης της δημοκρατικής επανάστασης, αναπόφευκτα και πολύ γρήγορα αντιμετωπίζει καθήκοντα που η εκπλήρωσή τους είναι δεμένη με βαθιές παραβιάσεις των δικαιωμάτων της αστικής ιδιοκτησίας. Η δημοκρατική επανάσταση μετεξελίσσεται άμεσα σε σοσιαλιστική επανάσταση και έτσι γίνεται διαρκής επανάσταση».

— Η Διαρκής Επανάσταση

Σε αντίθεση, η όλη προσέγγισή μας ήταν να εξετάσουμε πώς αυτό ή εκείνο το δημοκρατικό ζήτημα θα μπορούσε να «αφαιρεθεί» από την ημερήσια διάταξη. Αλλά αυτό όμως αποδείχθηκε ότι είναι πιο περίπλοκο να γίνει σε περιοχές με αλληλοδιεισδυόμενους λαούς, όπως η Βόρεια Ιρλανδία ή το Ισραήλ/Παλαιστίνη, στις οποίες δύο εθνικές ομάδες έχουν ανταγωνιστικές αξιώσεις αυτοδιάθεσης για το ίδιο έδαφος. Η Σπαρτακιστική τάση δημιούργησε έτσι μια «θεωρία» για περιπτώσεις αλληλοδιεισδυόμενων λαών. Το κύριο άρθρο μας για το ζήτημα του Ισραήλ/Παλαιστίνης εκτιμούσε:

«Όταν οι εθνικοί πληθυσμοί είναι γεωγραφικά αλληλοδιεισδυόμενοι, όπως ήταν στην Παλαιστίνη, ένα ανεξάρτητο έθνος-­κράτος μπορεί να δημιουργηθεί μόνο με τον βίαιο διαχωρισμό τους (αναγκαστικές μετακινήσεις πληθυσμών κτλ.). Έτσι, το δημοκρατικό δικαίωμα της αυτοδιάθεσης καθίσταται αφηρημένο, καθώς μπορεί να ασκηθεί μόνο με την εκδίωξη ή την καταστροφή της ασθενέστερης εθνικής ομάδας από την ισχυρότερη.

«Σε τέτοιες περιπτώσεις η μόνη δυνατότητα δημοκρατικής λύσης έγκειται στον κοινωνικό μετασχηματισμό».

— Η Γέννηση του Σιωνιστικού Κράτους, Μέρος Δεύτερο: Ο Πόλεμος του 1948», Workers Vanguard τεύχος 45, 24 Μαΐου 1974

Ήταν σαφώς αδύνατο να «αφαιρεθεί» το εθνικό ζήτημα από την ημερήσια διάταξη σε μέρη όπως το Μπέλφαστ ή τη Γάζα. Διακηρύξαμε έτσι την ανάγκη για επανάσταση. Αλλά το όλο ερώτημα παραμένει: πώς μπορεί να γίνει μια επανάσταση εκεί; Ολόκληρο το πρόγραμμα πίσω από τη «θεωρία» των αλληλοδιεισδυόμενων λαών συνίσταται στο να διακηρύσσεται η ανάγκη για σοσια­λιστική επανάσταση, ενώ απορρίπτεται η ανάγκη να τεθεί ο εθνικοαπελευθερωτικός αγώνας των Παλαιστινίων και των Ιρλανδών Καθολικών στο επίκεντρο της επαναστατικής μας στρατηγικής. Αντίθετα, η σοσιαλιστική επανάσταση θεωρείται ως μια διαδικασία κατά την οποία και οι δύο εθνικές ομάδες θα αποβάλλουν τα εθνικά τους αισθήματα υπέρ της ενότητας στα οικονομικά αιτήματα και της φιλελεύθερης αλληλεγγύης.

Κάθε «Μαρξιστής» που πιστεύει ότι ο εθνικοαπελευθερωτικός αγώνας αποτελεί αγκάθι για την επανάσταση και πρέπει να παραμεριστεί προκειμένου να παλέψουμε για τον σοσιαλισμό είναι, στην καλύτερη περίπτωση, καταδικασμένος σε ασημαντότητα και στη χειρότερη, πράκτορας του κυρίαρχου καταπιεστή που απαιτεί από τους καταπιεζόμενους να εγκαταλείψουν τις εθνικές τους προσδοκίες ως προϋπόθεση για την ενότητα. Ο μόνος τρόπος για να γίνει επανάσταση στο Ισραήλ/Παλαιστίνη ή στη Βόρεια Ιρλανδία είναι μέσω μιας εξέγερσης για την εθνική απελευθέρωση των Παλαιστινίων και των Ιρλανδών Καθολικών, η οποία δεν θα προσκρούει στα εθνικά δικαιώματα των Προτεσταντών και των Ισραηλινών αλλά θα χειραφετήσει τους εργάτες από την άρχουσα τάξη τους και τους ιμπεριαλιστές υποστηρικτές της. Και είναι ακριβώς επειδή οι Ιρλανδοί και οι Παλαιστίνιοι εθνικιστές είναι ανίκανοι και αντίθετοι σε μια τέτοια προοπτική, που μόνο μια κομμουνιστική ηγεσία μπορεί να επιφέρει τη δίκαιη και δημοκρατική λύση στο εθνικό πρόβλημα εκεί.

Σε μια ένδειξη απόλυτης ανικανότητας, οι «Θέσεις για την Ιρλανδία», ένα κείμενο κλειδί που αναπτύσσει την άποψή μας για το εθνικό πρόβλημα εκεί, αναφέρει στην πρώτη από τις θέσεις του:

«Παραμένει η ισχυρή πιθανότητα ότι μια δίκαιη, δημοκρατική, σοσιαλιστική λύση για την κατάσταση στην Ιρλανδία θα έρθει μόνο υπό την επίδραση της προλεταριακής επανάστασης αλλού και συγκεκριμένα μπορεί να μεταφερθεί στις ξιφολόγχες ενός Κόκκινου Στρατού ενάντια στην αντίθεση ενός σημαντικού τμήματος μίας ή και των δύο κοινοτήτων του νησιού».

Για την Παλαιστίνη, τα άρθρα μας τόνιζαν συνεχώς ότι η επανάσταση είναι πιθανόν αδύνατη μέχρι να υπάρξει επανάσταση σε μια γειτονική χώρα. Το να δηλώνουμε εκ των προτέρων ότι δεν πιστεύουμε πραγματικά στη δυνατότητα μιας ντόπιας επανάστασης στη Βόρεια Ιρλανδία ή την Παλαιστίνη και ότι δεν θεωρούμε ότι η παρέμβασή μας παίζει ζωτικό, αποφασιστικό ρόλο σε αυτές τις περιοχές ισοδυναμεί με το να υψώνουμε ένα πανό που γράφει: «Είμαστε Χρεοκοπημένοι».

Το καθήκον των κομμουνιστών δεν είναι να αντιπαραθέσουν τον αγώνα για την εθνική απελευθέρωση με τον αγώνα για τον σοσιαλισμό, αλλά να τους συγχωνεύσουν. Μια τέτοια προοπτική είναι αδιανόητη με την ακαμψία και τη στενοκεφαλιά που χαρακτήριζε την προσέγγιση της Σπαρτακιστικής τάσης στο εθνικό ζήτημα· απαιτεί τη μέθοδο και το πρόγραμμα της δια­ρκούς επανάστασης. Η εφαρμογή της διαρκούς επανάστασης δεν περιορίζεται σε χώρες με αγροτιά ή καθυστερημένη καπιταλιστική ανάπτυξη. Η μέθοδός της βρίσκεται στην καρδιά του σύγχρονου κομμουνιστικού προγράμματος. Το κεντρικό δίδαγμα που άντλησαν ο Μαρξ και ο Ένγκελς από τις επαναστάσεις του 1848 στην Ευρώπη ήταν η ανάγκη για προλεταριακή ηγεσία των δημοκρατικών και κοινωνικών αγώνων. Κλείνοντας τον Μάρτιο του 1850 την «Ομιλία της Κεντρικής Επιτροπής στην Ένωση [των Κομμουνιστών]», ο Μαρξ και ο Ένγκελς τόνισαν ότι οι εργάτες

«πρέπει να κάνουν τα μέγιστα για την τελική τους νίκη, ξεκαθαρίζοντας στους εαυτούς τους ποια είναι τα ταξικά τους συμφέροντα, παίρνοντας το συντομότερο δυνατό τη θέση τους ως ένα ανεξάρτητο κόμμα και μην επιτρέποντας στον εαυτό τους να παραπλανηθούν ούτε για μια στιγμή από τις υποκριτικές φράσεις των δημοκρατικών μικροαστών ώστε να απέχουν από την ανεξάρτητη οργάνωση του κόμματος του προλεταριάτου. Η πολεμική τους κραυγή πρέπει να είναι: Η Διαρκής Επανάσταση». (Δική μας μετάφραση)

Λενινισμός Εναντίον ΔΚΕ για τον Εθνικισμό: Διαρκής Επανάσταση Εναντίον Φιλελεύθερης Οργής

Ένα κεντρικό ζήτημα της επανάστασης για τις περισσότερες χώρες του κόσμου είναι η υπέρβαση των εθνικών διαιρέσεων. Το ζήτημα αυτό είναι ιδιαίτερα περίπλοκο σε χώρες με καθυστερημένη ανάπτυξη, όπου το κυρίαρχο έθνος (ή εθνική ή θρησκευτική ομάδα), ενώ καταπιέζεται από τον ιμπεριαλισμό, είναι επίσης ο καταπιεστής μειονοτικών εθνών. Αυτή είναι η περίπτωση της Ινδίας, του Ιράν και της Τουρκίας, για να αναφέρουμε κάποια παραδείγματα. Το παρακάτω απόσπασμα, που προέρχεται από ένα άρθρο για την Εγγύς Ανατολή, απεικόνιζε την προσέγγισή μας στο ζήτημα:

«Ας μην ξεχνάμε ότι οι Παλαιστίνιοι Άραβες είναι θύματα του εθνικισμού του καταπιεζόμενου που έγινε καταπιεστής. Στο Μπουρούντι αν το πραξικόπημα των Χούτου εναντίον της κυβερνώσας μειονότητας Τούτσι είχε πετύχει, ο φυλετισμός (tribalism) των καταπιεζόμενων θα είχε μετατραπεί σε γενοκτονικό εθνικισμό του καταπιεστή. Κάθε εθνικισμός είναι αντιδραστικός, γιατί ο επιτυχημένος εθνικισμός ισοδυναμεί με γενοκτονία».

— «Δολοφονικός Εθνικισμός και Σταλινική Προδοσία στην Εγγύς Ανατολή», WV τεύχος 12, Οκτώβριος 1972

Αυτό εξαλείφει κάθε αντίφαση του εθνικισμού του κυρίαρχου έθνους στις καταπιεζόμενες χώρες. Η γενοκτονία των Τούτσι το 1994 είναι η πραγματικότητα του εθνικισμού των Χούτου. Ωστόσο, ο εθνικισμός των Χούτου δεν είναι ουσιαστικά ο ίδιος με τον αμερικανικό ή τον γαλλικό εθνικισμό – είναι το προϊόν του βελγικού, στη συνέχεια του γαλλικού και τώρα του αμερικανικού ιμπεριαλιστικού βιασμού της περιοχής. Είναι εν μέρει μια αντιδραστική απάντηση σε αυτή την πραγματικότητα. Η διαμάχη Χούτου-­Τούτσι δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί κατάλληλα, ούτε να επιλυθεί, αποκομμένη από αυτή την κατανόηση.

Η ίδια μέθοδος χρησιμοποιήθηκε και στη δουλειά μας για την ιρανική επανάσταση του 1979, στην οποία εξισώσαμε την εναντίωση κατά του Σάχη υπό την ηγεσία των Μουλάδων με τον Χίτλερ και την Κου Κλουξ Κλαν!

«Όλες οι δυνάμεις που εναντιωνόντουσαν στη μοναρχία στην ιρανική κοινωνία, συμπεριλαμβανομένου του οργανωμένου προλεταριάτου και της αριστεράς, είχαν συσπειρωθεί πίσω από τον Χομεϊνί. Αλλά ο πυρήνας του κινήματος του Χομεϊνί ήταν οι μουλάδες (ο σιιτικός μουσουλμανικός κλήρος των 180.000 ατόμων) και οι μπαζάροι, η παραδοσιακή τάξη των εμπόρων που τσακίστηκε από τον εκσυγχρονισμό της χώρας. Αυτή η παραδοσιακή κοινωνική τάξη είναι καταδικασμένη από την οικονομική πρόοδο και έτσι είναι φυσικά επιρρεπής στην αντιδραστική ιδεολογία και τις πολιτικές της εκφράσεις.

«Για τους οπορτουνιστές είναι αδιανόητο ότι μπορεί να υπάρξει μια αντιδραστική μαζική κινητοποίηση ενάντια σε ένα αντιδραστικό καθεστώς. Ωστόσο, η ιστορία προσφέρει παραδείγματα αντιδραστικών μαζικών κινημάτων. Ο Αδόλφος Χίτλερ οργάνωσε ένα αναμφισβήτητα μαζικό κίνημα που ανέτρεψε τη Δημοκρατία της Βαϊμάρης. Στις ΗΠΑ τη δεκαετία του 1920 η Κου Κλουξ Κλαν ήταν μια δυναμικά αναπτυσσόμενη οργάνωση ικανή να κινητοποιήσει δεκάδες χιλιάδες ακτιβιστές στους δρόμους».

— «Ιράν και Αριστερά: Γιατί Υποστήριξαν την Ισλαμική Αντίδραση», WV τεύχος 229, 13 Απριλίου 1979

Οι μουλάδες είναι αντιδραστικοί: το ισλαμικό καθεστώς στο Ιράν είναι κατά των γυναικών, κατά των Σουνιτών και κατά των εθνικών δικαιωμάτων όλων των μη περσικών πληθυσμών εντός των συνόρων του Ιράν. Ωστόσο, οι μουλάδες ήταν μια αντιδραστική απάντηση στην ιμπεριαλιστική λεηλασία του Ιράν που διευκόλυνε η μοναρχία των Παχλαβί. Θα ήταν αδύνατο να αποδυναμώσουμε τη λαϊκή απήχηση των μουλάδων χωρίς την αναγνώριση αυτής της πραγματικότητας. Η συνέπεια της προπαγάνδας μας ήταν να παρέμβουμε ανάμεσα στους συμμετέχοντες στην αναταραχή του 1979 εξηγώντας σε όσους είχαν αυταπάτες στην ισλαμική ηγεσία ότι ακολουθούσαν ένα χιτλερικό κίνημα!

Ολόκληρο το πλαίσιό μας αρνήθηκε το γεγονός ότι ο αγώνας των περσικών μαζών για την απελευθέρωσή τους από τον ιμπεριαλιστικό ασφυκτικό κλοιό ήταν ένας προοδευτικός αγώνας. Το καθήκον μας ήταν να εξηγήσουμε ότι όσο παραμένει υπό τον έλεγχο των μουλάδων, θα στρεφόταν αναγκαστικά εναντίον των εθνικών και άλλων μειονοτήτων, οδηγώντας στις διώξεις τους και υπονομεύοντας ταυτόχρονα την απελευθέρωση της ίδιας της περσικής πλειοψηφίας. Ο μόνος τρόπος για να σπάσει ο κλοιός των μουλάδων ήταν να δείξουμε συγκεκριμένα πώς η ηγεσία τους αποτελούσε εμπόδιο στις δίκαιες και προοδευτικές προσδοκίες των μαζών για να απελευθερωθούν από τον Σάχη και τον ιμπεριαλισμό.

Το ακόλουθο απόσπασμα από τον Ένγκελς, αν και αναφέρεται στην καταπίεση της Πολωνίας από τη Γερμανία, έχει απόλυτη εφαρμογή σε χώρες όπως το Ιράν, που είναι ταυτόχρονα καταπιεζόμενες και καταπιεστές:

«Γιατί εμείς οι Γερμανοί δημοκράτες έχουμε ένα ιδιαίτερο συμφέρον στην απελευθέρωση της Πολωνίας. Ήταν οι Γερμανοί πρίγκιπες που αποκόμισαν μεγάλα οφέλη από τη διαίρεση της Πολωνίας και είναι οι Γερμανοί στρατιώτες που ακόμα κρατούν καταπιεσμένες τη Γαλικία και το Πόζεν. Η ευθύνη για την απομάκρυνση αυτής της ντροπής από το έθνος μας βαραίνει εμάς τους Γερμανούς, πάνω απ’ όλα εμάς τους Γερμανούς δημοκράτες. Ένα έθνος δεν μπορεί να είναι ελεύθερο και ταυτόχρονα να συνεχίσει να καταπιέζει άλλα έθνη. Η απελευθέρωση της Γερμανίας δεν μπορεί επομένως να γίνει χωρίς την απελευθέρωση της Πολωνίας από τη γερμανική καταπίεση. Και εξαιτίας αυτού, η Πολωνία και η Γερμανία έχουν ένα κοινό συμφέρον, και εξαιτίας αυτού, οι Πολωνοί και οι Γερμανοί δημοκράτες μπορούν να εργαστούν μαζί για την απελευθέρωση και των δύο εθνών». (Έμφαση δική μας)

— «Για την Πολωνία», Νοέμβριος 1847 (δική μας μετάφραση)

Σε χώρες όπως το Ιράν ή η Ινδία, η απελευθέρωσή τους από την ιμπεριαλιστική υποδούλωση δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί όσο μειονοτικές εθνότητες και λαοί στο εσωτερικό τους συνεχίζουν να υφίστανται την καταπίεση από το κυρίαρχο έθνος. Το τελευταίο έχει ένα «ιδιαίτερο συμφέρον» στην απελευθέρωση των καταπιεζόμενων μειονοτήτων και πρέπει να γίνει ο πιο συνεπής υπερασπιστής τους, γιατί χωρίς αυτό η απελευθέρωσή τους δεν μπορεί να προχωρήσει ούτε ένα χιλιοστό. Γιατί; Επειδή εφόσον ο ιμπεριαλισμός είναι υπεύθυνος για την κατάσταση εξαθλίωσης των μαζών και εφόσον ο ιμπεριαλισμός είναι αυτός που προκάλεσε τις μυριάδες διαιρέσεις, αναγκάζοντας ολόκληρα έθνη και λαούς σε αυθαίρετα σύνορα, οι εργαζόμενοι πρέπει να ενωθούν για να αντιταχθούν στον ίδιο τον ιμπεριαλισμό. Είναι προς το αντικειμενικό συμφέρον των Περσών εργατών και αγροτών που μοχθούν σε μια χώρα που πνίγεται από τις ιμπεριαλιστικές κυρώσεις να υπερασπιστούν την απελευθέρωση των Κούρδων, Βελούχων, Αζέρων αδελφών τους ως μέρος του αγώνα για τη δική τους απελευθέρωση. Αυτό περιλαμβάνει την υποστήριξη του δικαιώματός τους στην αυτοδιάθεση, δηλαδή στην απόσχιση.

Όσο πιο επιθετικά οι επαναστάτες από τον κυρίαρχο λαό (π.χ. Τούρκοι στην Τουρκία και Πέρσες στο Ιράν) υπερασπίζονται τα εθνικά δικαιώματα των καταπιεζόμενων λαών στις δικές τους χώρες, τόσο περισσότερο θα είναι σε θέση να ανατρέψουν τις ιμπεριαλιστικές μηχανορραφίες του διαίρει και βασίλευε. Αυτό θα έκανε χαλάστρα στις κινήσεις των ΗΠΑ να μετατρέψουν τους καταπιεζόμενους σε υποχείρια του ιμπεριαλισμού όπως στην περίπτωση των Κούρδων της Συρίας.

Αυτό ήταν τελείως ξένο προς την προοπτική μας, που εξαφάνισε το γεγονός ότι η ιμπεριαλιστική καταπίεση αποτελεί καύσιμο για τον εθνικισμό. Για παράδειγμα, στη δουλειά μας για τη Σρι Λάνκα, απορρίψαμε κάθε μέτρο που πήρε το καθεστώς Μπανταρανάικε του Κόμματος Ελευθερίας της Σρι Λάνκα (Sri Lanka Freedom Party) ως παρακινούμενο από σοβινισμό κατά των Ταμίλ, ή ως ασήμαντο, απορρίπτοντας ότι συμπεριλάμβανε διεκδικήσεις για εθνική κυριαρχία ενάντια στον ιμπεριαλισμό. Σε μια πολεμική κατά της υποστήριξης της κινεζικής γραφειοκρατίας προς το καθεστώς Μπανταρανάικε, γράψαμε:

«Οι Κινέζοι περιορίζονται στο να περιγράφουν την ανακήρυξη της Δημοκρατίας της Σρι Λάνκα, η οποία αποτελεί από μόνη της μια ρητή και δημαγωγική έκκληση στον Σινχαλέζικο σοβινισμό, ως “μια σημαντική νίκη που κέρδισε ο λαός της στον παρατεταμένο αγώνα του κατά του ιμπεριαλισμού και για τη διαφύλαξη της εθνικής ανεξαρτησίας”». (Έμφαση δική μας)

— «Το “Αντιιμπεριαλιστικό Ενιαίο Μέτωπο” στην Κεϋλάνη», Young Spartacus τεύχος 19, 1973

Το γεγονός ότι το καθεστώς Μπανταρανάικε υποδαύλισε τον σοβινισμό κατά των Ταμίλ είναι πέραν πάσης αμφιβολίας. Ωστόσο, από αυτή τη σωστή αναγνώριση, προχωρήσαμε στην καταπολέμηση του σινχαλέζικου εθνικισμού αρνούμενοι ότι αυτός ήταν, με τον δικό του αιματηρό και αντιδραστικό τρόπο, μια απάντηση στη βρετανική κυριαρχία στο νησί. Αυτό μας οδήγησε στο να απορρίψουμε την ίδια την ανακήρυξη της Δημοκρατίας της Σρι Λάνκα που έκοψε τους δεσμούς με τη βρετανική μοναρχία!

Στην περίπτωση της Σρι Λάνκα, κάθε υπεράσπιση των Ταμίλ που δεν θα ξεκινά από την εναντίωση στον ιμπεριαλισμό θα αντανακλά μια φιλελεύθερη ιμπεριαλιστική προοπτική. Αυτό είναι το εγχειρίδιο που χρησιμοποιούν οι ιμπεριαλιστές παντού: εκμεταλλεύονται τη δυσχερή θέση των μειονοτήτων για να προωθήσουν τα συμφέροντά τους, κρύβοντας κάτω από το χαλί το γεγονός ότι όλη η κατάσταση πραγμάτων υπάρχει λόγω της κυριαρχίας τους. Η Σρι Λάνκα δεν διαφέρει. Με την προοπτική που είχαμε, ένας μικρός πυρήνας που προσπαθεί να γίνει ένα επαναστατικό κόμμα δεν μπορεί καν να αρχίσει να βρίσκει έρεισμα ανάμεσα στους εργάτες του κυρίαρχου έθνους και μπορεί μόνο να ενισχύσει την επιρροή των εθνικιστών πάνω τους. Και στο βαθμό που απευθύνεται στους καταπιε­ζόμενους Ταμίλ, δεν θα ήταν προς το συμφέρον τους αφού δεν θα βοηθούσε στην υπέρβαση των εθνικών ανταγωνισμών ή δεν θα προωθούσε έναν κοινό αγώνα ενάντια στον καταπιεστή τόσο των Ταμίλ όσο και των Σινχαλέζων: τον ιμπεριαλισμό. Με άλλα λόγια, θα ήταν – και πράγματι ήταν – ένα φιλελεύθερο-­ιμπεριαλιστικό πρόγραμμα για τους Ταμίλ (κατακραυγή για την καταπίεσή τους) και ένα φιλελεύθερο-­ιμπεριαλιστικό πρόγραμμα για τους Σινχαλέζους (μεταχειριστείτε τους Ταμίλ καλύτερα!).

Στις καταπιεζόμενες χώρες, ο σοβινισμός του κυρίαρχου έθνους που επιβάλλεται στις μειονότητες είναι εν μέρει αποτέλεσμα της εξασθένησης μπροστά στην ιμπεριαλιστική λεηλασία. Όσο περισσότερο συγκρατείται ο αγώνας κατά του ιμπεριαλισμού, τόσο περισσότερο το κυρίαρχο έθνος στρέφεται εναντίον των μειονοτήτων στο εσωτερικό του, είτε πρόκειται για εθνικές, θρησκευτικές ή άλλες. Εν κατακλείδι αυτό οφείλεται στην πραγματικότητα των χωρών κάτω από τη μπότα του ιμπεριαλισμού: αν η υλική ανάπτυξη δεν πραγματοποιείται εις βάρος των ιμπεριαλιστών, πρέπει να γίνει εις βάρος των εργατών και των καταπιεζόμενων μειονοτήτων στο εσωτερικό της νεοαποικίας. Η εθνική αστική τάξη είναι σε θέση να εκτρέψει τον θυμό ενάντια στην άθλια κατάσταση των πραγμάτων και την υπανάπτυξη παίζοντας με τα εθνικά και θρησκευτικά συναισθήματα, κρατώντας τη χώρα διχασμένη. Αντίθετα, όσο πιο ισχυρά αντιστέκονται οι λαοί μέσα σε μια καταπιεζόμενη χώρα κατά του ιμπεριαλισμού, τον κοινό καταπιεστή τους, τόσο πιο στενή είναι η ενότητα μεταξύ τους και τόσο πιο αδύναμος είναι ο σοβινισμός της κυρίαρχης ομάδας.

Ο Κύριος Εχθρός Είναι ο Ιμπεριαλισμός

Η Σπαρτακιστική τάση προσπάθησε να καταπολεμήσει τον αστικό εθνικισμό υποστηρίζοντας ότι στις νεο­αποικίες και τα καταπιεζόμενα έθνη, ο κύριος εχθρός των εργατών και των καταπιεζόμενων ήταν η εθνική αστική τάξη. Στο Μεξικό, το οποίο βρίσκεται άμεσα κάτω από τη μπότα του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού και του οποίου η εσωτερική ζωή καθορίζεται με κάθε τρόπο από αυτή την καταπίεση, γράψαμε: «Εμείς οι Σπαρτακιστές επιμένουμε ότι στο Μεξικό ο κύριος εχθρός βρίσκεται στη χώρα: είναι η μεξικανική αστική τάξη, λακές του ιμπεριαλισμού». («Μεξικό: Ο Άνθρωπος της NAFTA Στοχοποιεί Εργάτες», WV τεύχος 748, 15 Δεκεμβρίου 2000). Σε ένα άρθρο για τη Βόρεια Ιρλανδία με τον ηλίθιο τίτλο «Όχι Πράσινοι εναντίον Πορτοκαλί, αλλά Τάξη εναντίον Τάξης!» (WV τεύχος 7, Απρίλιος 1972), κάναμε διάλεξη:

«Όλοι οι καπιταλιστές είναι εχθροί όλων των εργατών παντού, αλλά η κύρια μάχη των εργατών σε ένα έθνος πρέπει πάντα να είναι ενάντια στη δική τους αστική τάξη – μόνο έτσι προσφέρουν στους ταξικούς τους αδελφούς στο εξωτερικό μια σοβαρή υπόσχεση του διεθνισμού τους, ότι δεν στέκονται με τους δικούς τους καπιταλιστές, καλύπτοντας τη στάση τους με φράσεις ταξικής πάλης, ενάντια στους εργάτες άλλων χωρών».

Έχοντας ως αφετηρία την «ταξική ανεξαρτησία», αυτό το φιλισταϊκό επιχείρημα αρνείται ότι στις νεοαποικιακές χώρες, ο κύριος εχθρός είναι ο ιμπεριαλισμός και όχι η αδύναμη εθνική αστική τάξη, η οποία όπως εμείς οι ίδιοι σημειώσαμε, περιορίζεται στο ρόλο του απλού λακέ. Οι εθνικιστές και διάφορες αριστερές ομάδες χρησιμοποιούν αυτή την αλήθεια για να δικαιολογήσουν την υποστήριξή τους προς την εθνική αστική τάξη. Αλλά το να βάζουμε ένα πλην εκεί που οι εθνικιστές βάζουν ένα συν δεν προωθεί την πάλη ώστε οι μάζες να έρθουν σε ρήξη με τον εθνικισμό. Σε αντίθεση, μια τέτοια προσέγγιση μπορεί μόνο να απαξιώσει τους κομμουνιστές μπροστά στους εργάτες και τους αγρότες και να ενισχύσει τους εθνικιστές ως τους μοναδικούς εκπροσώπους των εθνικών προσδοκιών των μαζών ενάντια στην ξένη κυριαρχία. Απλά συνθηκολογεί με τον ιμπεριαλισμό.

Τις τελευταίες δεκαετίες, η ΔΚΕ απέφυγε να χρησιμοποιήσει το ότι «ο κύριος εχθρός βρίσκεται στη χώρα» για το Μεξικό. Ο σύντροφος Τζιμ Ρόμπερτσον υποστήριξε στις αρχές της δεκαετίας του 2000 ότι πρέπει να σταματήσουμε να θέτουμε αυτό το κάλεσμα, δεδομένης της γυμνής λεηλασίας του Μεξικού στα χέρια των ΗΠΑ. Ωστόσο, ολόκληρο το περιεχόμενο αυτού του συνθήματος παρέμενε πάντα η κατευθυντήρια αρχή της δουλειάς μας εκεί. Για παράδειγμα, λίγο μετά από αυτή την παρέμβαση, όταν ο σύντροφος Ed C. υποστήριξε ότι στο Μεξικό, το καθήκον μας συνίσταται στο να «οδηγήσουμε το έθνος στον αγώνα ενάντια στην ιμπεριαλιστική κυριαρχία», καταγγέλθηκε έντονα σε ένα ψήφισμα από την ηγεσία του αμερικανικού μας τμήματος:

«Όσον αφορά το Μεξικό, ένα εργατικό κόμμα που δεν καθοδηγείται από μια επαναστατική, διεθνιστική, προλεταριακή προοπτική αλλά αντιθέτως ενστερνίζεται ως κύριο καθήκον του το να “οδηγήσουμε το έθνος στον αγώνα ενάντια στην ιμπεριαλιστική κυριαρχία” θα ήταν ένα κόμμα που υποχωρεί από το να εκπληρώσει το προλεταριακό του πρόγραμμα – δηλαδή, θα ήταν τουλάχιστον σιωπηρά Μενσεβίκικο. Δεν θα υπήρχε κανένας λόγος για ένα τέτοιο κόμμα να διατηρήσει την ταξική του ανεξαρτησία».

Αυτό δεν είναι μόνο μια πλήρη αποκήρυξη της διαρκούς επανάστασης, αλλά είναι στην πραγματικότητα μια αντιστροφή του Σταλινισμού, που στο όνομα της καταπολέμησης του ιμπεριαλισμού, υπέταξε το προλεταριάτο σε μια συμμαχία με την αστική τάξη. Το παραπάνω ψήφισμα, στο όνομα της ταξικής ανεξαρτησίας, εγκαταλείπει εντελώς την πάλη κατά του ιμπεριαλισμού. Είτε πρόκειται για τον Σταλινισμό είτε για το Πολιτικό Γραφείο της Σπαρτακιστικής Ένωσης των Ηνωμένων Πολιτειών, το αποτέλεσμα είναι το ίδιο: ο αγώνας ενάντια στον ιμπεριαλισμό παραμένει στα χέρια των αστών εθνικιστών. Αυτό το συνέδριο επιβεβαιώνει ότι το να «οδηγήσουμε το έθνος στον αγώνα ενάντια στην ιμπεριαλιστική κυριαρχία» είναι το καθήκον των κομμουνιστών στις νεοαποικίες.

Η Εθνική Ανάπτυξη των Καταπιεζόμενων Εθνών Είναι Ιστορικά Προοδευτική

Η ανάπτυξη του έθνους-­κράτους στην Ευρώπη κατά τον 17ο-­19ο αιώνα διαδραμάτισε προοδευτικό ρόλο στη σάρωση των φεουδαρχικών δομών και στην εδραίωση του καπιταλισμού. Αλλά στην εποχή του ιμπεριαλισμού, το κεφάλαιο ξεπέρασε τα όρια του έθνους-­κράτους. Ο ιμπεριαλισμός σημαίνει την επέκταση και την εμβάθυνση της εθνικής καταπίεσης σε νέα ιστορικά θεμέλια. Επομένως, ενώ ο προοδευτικός χαρακτήρας των εθνικών κινημάτων στις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις ανήκει στο παρελθόν, στα καταπιεζόμενα έθνη, τα εθνικά κινήματα καθώς και η ανάπτυξη και η εδραίωση του έθνους-­κράτους εξακολουθούν να διαδραματίζουν έναν προοδευτικό ιστορικό ρόλο στο βαθμό που στρέφονται ενάντια στην ιμπεριαλιστική υποδούλωση.

Σε αντίθεση με αυτή τη βασική Μαρξιστική αλήθεια, η Σπαρτακιστική τάση υποστήριξε ότι η εθνική εδραίωση και η ενοποίηση είναι πλέον παντού αντιδραστικές. Αυτό ήταν ένας από τους πολιτικούς πυλώνες του νοτιοαφρικανικού τμήματός μας και ένα από τα κεντρικά σημεία της Πολεμικής για τη Νοτιοαφρικανική Αριστερά, ένα από τα ιδρυτικά του κείμενα. Κάνοντας πολεμική κατά των μαύρων εθνικιστών, υποστηρίξαμε ότι ενώ η εθνική αφομοίωση ήταν μια προοδευτική εξέλιξη στην Ευρώπη κατά τη διάρκεια του 17ου-­19ου αιώνα:

«Ωστόσο, στην Αφρική και την Ασία σήμερα, οι αδύναμες ντόπιες αστικές τάξεις, εξαρτημένες και δέσμιες του ιμπεριαλισμού, δεν μπορούν να μετατρέψουν αυτά τα νεοαποικιακά κράτη σε σύγχρονες βιομηχανικές κοινωνίες. Ως εκ τούτου, η “οικοδόμηση του έθνους” γίνεται συνώνυμη με την καταπίεση των εθνικών και εθνοτικών ομάδων από τον κυρίαρχο λαό».

— «Επιστολή προς το Κίνημα Νέας Ενότητας» (28 Φεβρουαρίου 1994)

Η Νότια Αφρική είναι μια χώρα που καταπιέζεται βάναυσα από τον ιμπεριαλισμό, όπου μια μικροσκοπική κλίκα λευκών καπιταλιστών εξουσιάζει τις μαύρες μάζες, οι οποίες χωρίστηκαν βίαια σε Μπαντουστάν – περιοχές που δημιουργήθηκαν από τους ηγέτες του απαρτχάιντ για να διαχωρίσουν τους μαύρους Αφρικανούς με βάση την εθνικότητά τους. Όπως και η υπόλοιπη ήπειρος, τα σύνορα της Νότιας Αφρικής σχεδιάστηκαν τεχνητά από τους αποικιοκράτες καταπιεστές, οι οποίοι προχώρησαν στο να επινοήσουν ένα σύστημα αυστηρού διαχωρισμού προκειμένου να ελέγχουν την υπερεκμετάλλευση της μαύρης εργασίας. Το ότι εναντιωθήκαμε στις προσδοκίες των μαύρων αφρικανικών λαών για την οικοδόμηση του έθνους και την ενότητα ενάντια στον επιβαλλόμενο δια­χωρισμό τους ήταν απλά αντιδραστικό, ευθυγραμμίζοντάς μας με τον πραγματικά «κυρίαρχο λαό»: τη λευκή νοτιοαφρικανική άρχουσα τάξη που υποστηρίζεται από τους ιμπεριαλιστές. Το κλειδί για τη σφυρηλάτηση ενός επαναστατικού κόμματος στη Νότια Αφρική είναι ακριβώς η πάλη για την κομμουνιστική ηγεσία του αγώνα για την οικοδόμηση του έθνους ενάντια στην ιμπεριαλιστική καταπίεση, εκθέτοντας πώς οι μαύροι εθνικιστές στέκονται εμπόδιο σε αυτόν τον δρόμο.

Στο Μεξικό, για να αντιμετωπίσει τις διαδεδομένες ψευδαισθήσεις προς τον Καρντένας και τον λαϊκισμό, το μεξικανικό τμήμα της ΔΚΕ, η Σπαρτακιστική Ομάδα Μεξικού (Grupo Espartaquista de México), κατέφυγε απλά στο να καταγγέλει τον Καρντένας. Του επιτεθήκαμε επειδή «πρόθεσή του ήταν να εκσυγχρονίσει τη χώρα προς όφελος της μεξικανικής αστικής τάξης» και επειδή η κληρονομιά του «ήταν η εδραίωση του μεξικανικού αστικού καθεστώτος» («Μεξικό: Ο Άνθρωπος της NAFTA Στοχοποιεί την Εργασία»). Η εθνική ανάπτυξη του Μεξικού ενάντια στην ιμπεριαλιστική υποδούλωση, ακόμη και υπό αστική κυριαρχία, είναι στην πραγματικότητα άκρως προοδευτική. Η χρεοκοπία της άρνησης αυτής της θέσης αποδεικνύεται στην πραγματικότητα από το ίδιο μας το άρθρο. Γράψαμε:

«Η περίφημη “σοσιαλιστική εκπαίδευση”, που θεσμοθετήθηκε στο σύνταγμα δύο μήνες πριν αναλάβει την εξουσία ο Καρντένας, δεν είχε άλλο στόχο από το να ανεβάσει το επίπεδο εκπαίδευσης των φτωχών και των εργατών, ώστε να τους κάνει πιο κατάλληλους για μισθωτή εργασία και πιο παραγωγικούς για την αστική τάξη».

Εκατομμύρια εργατών και αγροτών έμαθαν να διαβάζουν και να γράφουν χάρη σε αυτή τη μεταρρύθμιση. Η ιδέα ότι θα απέβαλαν τις ψευδαισθήσεις τους για τον Καρντένας επειδή επισημάναμε ότι η μεταρρύθμιση ήταν μόνο ένα τέχνασμα για να τους καταστήσουν «κατάλληλους για μισθωτή εργασία» είναι τραγελαφική. Η μόνη μεταρρύθμιση υπό τον Καρντένας που δεν μπορούσαμε να καταγγείλουμε ήταν η εθνικοποίηση του πετρελαίου και των σιδηροδρόμων, επειδή ο Τρότσκι τη χαιρέτισε. Επίσης υποστηρίξαμε ότι η μεξικανική επανάσταση ήταν απλώς ένα όργιο αντίδρασης και ότι ακόμη και η ανεξαρτησία του Μεξικού από την Ισπανία «είχε μια χαρακτηριστική οσμή αντεπανάστασης» (βλ. τα ψηφίσματα του Συνεδρίου του GEM που αναπτύσσουν περισσότερο αυτό το ζήτημα στην εφημερίδα El Antiimperialista τεύχος 1, Μάιος 2023).

Οι Μαρξιστές υποστηρίζουν και αγωνίζονται για την εθνική ανάπτυξη των υποταγμένων εθνών. Αυτό περιλαμβάνει την εδραίωση της εθνικής ενότητας στο βαθμό που αυτή στρέφεται κατά του ιμπεριαλισμού. Η άρνηση της προοδευτικής φύσης της εθνικής ανάπτυξης μιας καταπιεζόμενης χώρας με το πρόσχημα ότι η μπουρζουαζία είναι μια αντιδραστική τάξη είναι απλά συνθηκολόγηση με τον ιμπεριαλισμό. Για να αντιμετωπίσουν τους εθνικιστές, οι κομμουνιστές, ενώ διατηρούν απόλυτη ταξική ανεξαρτησία, πρέπει να υποστηρίζουν κάθε προοδευτικό μέτρο που προωθεί την κυριαρχία και την ανάπτυξη των καταπιεζόμενων χωρών και επιδιώκουν να κινητοποιούν ανεξάρτητα τις μάζες για να τα προωθήσουν. Η έγερση των εργατών και των αγροτών είναι βέβαιο ότι θα δείξει σε κοινή θέα ότι εθνικιστές όπως ο Καρντένας ή ο Λόπες Ομπραδόρ σήμερα, είναι στην πραγματικότητα εχθροί της εθνικής απελευθέρωσης των νεοαποικιών και ότι οι προσδοκίες των μαζών κραυγάζουν για κομμουνιστική ηγεσία του αντιιμπεριαλιστικού αγώνα.

Οι Τροτσκιστές Είναι οι Καλύτεροι Μαχητές
για τη Δημοκρατία

Ένα από τα πιο τρανταχτά παραδείγματα αντιπαράθεσης της πάλης για τον σοσιαλισμό με την πάλη για τη δημοκρατία είναι η γραμμή που υιοθέτησε η τάση μας το 2011 απορρίπτοντας το κάλεσμα για συντακτική συνέλευση ως λάθος σε όλες τις περιστάσεις (βλ. «Γιατί Απορρίπτουμε το Αίτημα της “Συντακτικής Συνέλευσης”», Spartacist [αγγλική έκδοση] τεύχος 63, Χειμώνας 2012-­2013). Η θέση αυτή υιοθετήθηκε στον απόηχο της Αραβικής Άνοιξης, όπου εκατομμύρια εξεγέρθηκαν κατά της δικτατορικής εξουσίας δεκαετιών και κατά τη διάρκεια της οποίας πολλές αριστερές ομάδες ζήτησαν τη σύγκληση συντακτικής συνέλευσης σε οπορτουνιστική βάση. Με έναν άκαμπτο και σεχταριστικό τρόπο, αντισταθμίζοντας την έλλειψη προοπτικής μας για τις αραβικές μάζες, καταφύγαμε απλώς στην καταγγελία συνολικά (in toto) του καλέσματος για συντακτική συνέλευση, αντιπαραθέτοντας... τη σοσιαλιστική επανάσταση.

Για να κατανοήσουμε τον βαθύτατο ρεβιζιονισμό αυτής της γραμμής, είναι απαραίτητο να κατανοήσουμε τι είναι το κάλεσμα για συντακτική συνέλευση. Είναι ένα κάλεσμα για ένα σώμα που έχει ως στόχο να δημιουργήσει ένα νέο σύνταγμα. Όπως σημείωσε το άρθρο μας, ανάγεται στη Γαλλική Επανάσταση, όπου η Εθνοσυνέλευση επέλυσε τα κεντρικά δημοκρατικά καθήκοντα – κατάργηση της μοναρχίας, κατάργηση της φεουδαρχίας, αναδιανομή της γης και επέκταση του δικαιώματος ψήφου των ανδρών. Επομένως, πρόκειται για ένα δημοκρατικό αίτημα. Σε χώρες καθυστερημένης καπιταλιστικής ανάπτυξης χωρίς επίσημη δημοκρατία, όπου οι μάζες στερούνται δικαιωμάτων και υποφέρουν κάτω από παρατεταμένη δικτατορική ή βοναπαρτιστική διακυβέρνηση, όπως σε μεγάλα τμήματα της Μέσης Ανατολής, της Αφρικής και της Λατινικής Αμερικής, το αίτημα αυτό εμψυχώνει εκατομμύρια ανθρώπους.

Παρ’ όλα αυτά, το απορρίψαμε χρησιμοποιώντας αυτό το επιχείρημα:

«Σε αντίθεση με τέτοια αιτήματα όπως η εθνική αυτοδιάθεση, η ισότητα των γυναικών, η γη στον αγρότη, η καθολική ψηφοφορία ή η εναντίωση στη μοναρχία – κάθε ένα ή όλα αυτά που μπορεί να είναι κρίσιμα για τη συσπείρωση των μαζών πίσω από τους αγώνες του προλεταριάτου – η συντακτική συνέλευση δεν είναι ένα δημοκρατικό αίτημα αλλά ένα κάλεσμα για μια νέα καπιταλιστική κυβέρνηση. Δεδομένου του αντιδραστικού χαρακτήρα της αστικής τάξης, στον ημιαποικιακό κόσμο όπως και στα προηγμένα καπιταλιστικά κράτη, δεν μπορεί να υπάρξει επαναστατικό αστικό κοινοβούλιο. Έτσι, το κάλεσμα για συντακτική συνέλευση έρχεται σε αντίθεση με την προοπτική της διαρκούς επανάστασης». (Έμφαση δική μας)

Αυτό είναι ένα είδος αστικού ορθολογισμού. Από τη σωστή παραδοχή ότι η αστική τάξη είναι μια αντιδραστική τάξη από την άποψη της παγκόσμιας ιστορίας, συμπεράναμε τον αντεπαναστατικό χαρακτήρα της συντακτικής συνέλευσης σε όλους τους καιρούς. Είναι ακριβώς λόγω του αντιδραστικού χαρακτήρα της αστικής τάξης που οι κομμουνιστές οφείλουν να πάρουν την ηγεσία στην πάλη για τις δημοκρατικές προσδοκίες των μαζών με στόχο να τις υλοποιήσουν. Όσο οι μάζες προσβλέπουν στον αστικό κοινοβουλευτισμό και βλέπουν σε μια συντακτική συνέλευση την πιθανότητα να προωθήσουν τις προσδοκίες τους, το καθήκον των επαναστατών είναι να μπουν σε αυτή τη μάχη και να καθιερωθούν ως οι πιο συνεπείς μαχητές της δημοκρατίας, εκθέτοντας παράλληλα στις μάζες τη χρεοκοπία του αστικού κοινοβουλευτισμού και παρακινώντας την ανάγκη για σοβιετική διακυβέρνηση. Η απόρριψη του καλέσματος για συντακτική συνέλευση σημαίνει να αφήσουμε τη δημοκρατική επανάσταση στα χέρια της αστικής τάξης, η οποία θα χρησιμοποιήσει τα δημοκρατικά αισθήματα των μαζών για να τις υποτάξει στα δικά της ταξικά συμφέροντα. Όπως εξηγεί το Μεταβατικό Πρόγραμμα του 1938, το πρόγραμμα της Τετάρτης Διεθνούς:

«Είναι αδύνατο να απορρίψει κανείς απλά το δημοκρατικό πρόγραμμα: οι μάζες στην πάλη τους επιβάλλεται να το ξεπεράσουν. Το σύνθημα της Εθνοσυνέλευσης (ή της Συνταχτικής Συνέλευσης) διατηρεί όλη του την αξία για χώρες σαν την Κίνα και τις Ινδίες. Το σύνθημα αυτό πρέπει να συνδεθεί αναπόσπαστα με το πρόβλημα της εθνικής απελευθέρωσης και της αγροτικής μεταρρύθμισης. Σαν πρώτο βήμα, οι εργάτες πρέπει να εξοπλιστούν με το δημοκρατικό αυτό πρόγραμμα. Μονάχα αυτοί θα μπορέσουν να συγκεντρώσουν και να ενοποιήσουν τους αγρότες. Στη βάση του επαναστατικού δημοκρατικού προγράμματος είναι ανάγκη να αντιτάξουμε τους εργάτες στην “εθνική” μπουρζουαζία. Ύστερα, σ’ ένα ορισμένο στάδιο της κινητοποίησης των μαζών κάτω από τα συνθήματα της επαναστατικής δημοκρατίας, μπορούνε και πρέπει να δημιουργηθούν Σοβιέτ».

Αλλά οι Σπαρτακιστές ήθελαν να πάνε κατευθείαν στα σοβιέτ, ξεχνώντας στην πορεία την ανάγκη να ενώσουν τους εργάτες και τους αγρότες και να τους αντιτάξουν στην εθνική αστική τάξη!

Το ισχυρότερο επιχείρημα κατά της απόρριψής μας του αιτήματος για συντακτική συνέλευση είναι η ίδια η Οκτωβριανή Επανάσταση του 1917. Η λογική του επιχειρήματός μας σημαίνει ότι οι Μπολσεβίκοι ηγήθηκαν της πρώτης επιτυχημένης εργατικής επανάστασης στην ιστορία παρά το γεγονός ότι κάλεσαν για τη δημιουργία «μιας νέας καπιταλιστικής κυβέρνησης». Εκλάβαμε τη διάλυση της συντακτικής συνέλευσης από τους Μπολσεβίκους μετά την εγκαθίδρυση της σοβιετικής εξουσίας ως «απόδειξη» ότι δεν έπρεπε ποτέ να την είχαν καλέσει. Στην πραγματικότητα, το κάλεσμα για μια συντακτική συνέλευση έπαιξε κεντρικό ρόλο στην άνοδο των Μπολσεβίκων στην εξουσία. Χρησιμοποίησαν το κάλεσμα για να κινητοποιήσουν την αγροτιά και να εκθέσουν την Προσωρινή Κυβέρνηση, η οποία πάντα επιδίωκε να αναβάλλει τη σύγκλησή της. Αρκεί να παραθέσουμε το σημείο ένα από τις «Θέσεις Σχετικά με τη Συντακτική Συνέλευση», που έγραψε ο Λένιν τον Δεκέμβριο του 1917:

«Το αίτημα για τη σύγκληση της Συντακτικής Συνέλευσης έμπαινε απολύτως νόμιμα στο πρόγραμμα της επαναστατικής σοσιαλδημοκρατίας, γιατί στην αστική δημοκρατία η Συντακτική Συνέλευση είναι η ανώτατη μορφή του δημοκρατισμού και γιατί η ιμπεριαλιστική δημοκρατία μ’ επικεφαλής τον Κέρενσκι, δημιουργώντας το Κοινοβούλιο, προετοίμαζε τη νόθευση των εκλογών με μια σειρά παραβιάσεις του δημοκρατισμού».

Μόνο ένας φορμαλιστής θα μπορούσε να δει το κάλεσμα για συντακτική συνέλευση ως αντιπαρατιθέμενο στα σοβιέτ σε όλους τους καιρούς και όλους τους τόπους. Αντίθετα, το κάλεσμα για συντακτική συνέλευση είναι μια σφήνα που μπαίνει ανάμεσα στις μάζες και τους παραπλανητές ηγέτες τους, προκειμένου να κερδηθούν οι πρώτες στην προοπτική της σοβιετικής εξουσίας. Οι Μπολσεβίκοι διέλυσαν τη συντακτική συνέλευση μόνο αφού εγκαθιδρύθηκε η σοβιετική εξουσία, δηλαδή μόνο τη στιγμή που οι μάζες είχαν ξεπεράσει το δημοκρατικό πρόγραμμα στην πάλη και όταν η συνέλευση είχε γίνει ένα αντεπαναστατικό εργαλείο.

Το κεντρικό επιχείρημα του άρθρου στο Spartacist σχετικά με την εμπειρία της Κίνας και του καλέσματος για συντακτική συνέλευση είναι μια συλλογή συκοφαντιών διαφόρων βαθμίδων. Υποστηρίζουμε ότι τα γραπτά του Τρότσκι μεταξύ του 1928 και του 1932 – όταν έθεσε ξανά το σύνθημα για συντακτική συνέλευση – είναι «μπερδεμένα και αντιφατικά», ότι «λανθασμένα» έθεσε αυτό το σύνθημα, ότι επιδόθηκε σε «εικασίες» και ότι «αγνόησε τις πολλές ιστορικές περιπτώσεις όπου η αστική τάξη και οι ρεφορμιστές πράκτορές της χρησιμοποίησαν μια εκλεγμένη συνέλευση ως εργαλείο ενάντια σε ένα εξεγερμένο προλεταριάτο». Ο Τρότσκι έθεσε αυτό το κάλεσμα στην Κίνα μετά την ήττα της Επανάστασης του 1925-­27, ενάντια στη σεχταριστική πορεία που ακολουθούσε ο Στάλιν και η Κομιντέρν. Το κάλεσμα αυτό ήταν ζωτικής σημασίας για την αποκατάσταση του κύρους του Κομμουνιστικού Κόμματος Κίνας (ΚΚΚ) ανάμεσα στις εργαζόμενες μάζες κατά την περίοδο της αντεπαναστατικής στρατιωτικής δικτατορίας του Γκουομιντάνγκ. Ο Τρότσκι δεν ήταν «μπερδεμένος». Τα γραπτά του για το ζήτημα αυτό είναι ξεκάθαρα. Στην πραγματικότητα, η γραμμή μας αντηχεί την Κομιντέρν του Στάλιν του 1928, η οποία αποκάλεσε αυτό το αίτημα οπορτουνιστικό και αρνήθηκε να το θέσει.

Το συνέδριο αυτό επιβεβαιώνει εκ νέου ότι το κάλεσμα για συντακτική συνέλευση είναι σωστό από θέση αρχής. Φυσικά, πολλοί ρεφορμιστές κάνουν κατάχρηση αυτού του καλέσματος, χρησιμοποιώντας το για να χτίσουν αυταπάτες στην αστική δημοκρατία. Αυτό το κάλεσμα από μόνο του δεν είναι επαναστατικό. Το κάλεσμά του πρέπει να συνδεθεί με ένα επαναστατικό πρόγραμμα που απαντά στην εθνική χειραφέτηση και το αγροτικό ζήτημα με τρόπο που να ενώνει τις μάζες και να τις αντιπαραθέτει στην αστική τάξη.

Το Εθνικό Ζήτημα και η Σταλινική Καταπίεση

Η Σπαρτακιστική τάση ήρθε αντιμέτωπη μετωπικά με το εθνικό ζήτημα στον αγώνα ενάντια στην καπιταλιστική αντεπανάσταση στο σοβιετικό μπλοκ, καθώς οι ιμπεριαλιστές εκμεταλλεύτηκαν την καταπίεση των μη ρωσικών εθνών από τη γραφειοκρατία της Μόσχας για να υποδαυλίσουν μια σειρά καπιταλιστικών-­παλινορθωτικών δυνάμεων. Η ΔΚΕ ξεχώρισε για την άνευ όρων υπεράσπιση των εκφυλισμένων και παραμορφωμένων εργατικών κρατών. Ωστόσο, το ίδιο της το πρόγραμμα υπονόμευσε αυτή τη μάχη απορρίπτοντας τον αγώνα ενάντια στην εθνική καταπίεση ως κινητήρια δύναμη για την προλεταριακή πολιτική επανάσταση, παραδίδοντας αυτό το όπλο στους ιμπεριαλιστές και τους πράκτορές τους επί τόπου. Το πρώτο και πιο ξεκάθαρο παράδειγμα αυτού ήταν ο αγώνας στη δεκαετία του 1980 ενάντια στο αντεπαναστατικό κίνημα Αλληλεγγύη στην Πολωνία, το οποίο ξεσηκώθηκε και εδραίωσε υποστήριξη στην εργατική τάξη σε μεγάλο βαθμό στη βάση της βαθιά αισθανόμενης εθνικής καταπίεσης των μαζών κάτω από την κυριαρχία του Κρεμλίνου.

Η Πολωνία είχε υποστεί αιώνες εθνικής καταπίεσης προτού ο σοβιετικός στρατός μπει και δημιουργήσει ένα εργατικό κράτος από τα πάνω μέσω της απαλλοτρίωσης της αστικής τάξης μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Αυτή η κοινωνική ανατροπή που ήταν μια σημαντική νίκη για τους Πολωνούς και τους Σοβιετικούς εργάτες έπρεπε να υπερασπιστεί άνευ όρων ενάντια στον ιμπεριαλισμό και την αντεπανάσταση. Ωστόσο, όπως και στην Ανατολική Γερμανία και σε ολόκληρη την Ανατολική Ευρώπη, το πολωνικό εργατικό κράτος γεννήθηκε γραφειοκρατικά παραμορφωμένο υπό την κυριαρχία της ρωσικής Σταλινικής γραφειοκρατίας, η οποία συνέχισε την εθνική καταπίεση της Πολωνίας υπό νέες κοινωνικές συνθήκες. Ο λόγος για αυτό πηγαίνει κατευθείαν στην καρδιά του Σταλινικού προγράμματος του «σοσιαλισμού σε μια μόνη χώρα». Η προλεταριακή επανάσταση σε μια χώρα, ή ακόμα και σε πολλές χώρες, ανοίγει το δρόμο για την πραγματική εθνική ισότητα και την αφομοίωση των εθνών. Αλλά αυτό το αποτέλεσμα θα επιτευχθεί μόνο μέσω της οικοδόμησης και ανάπτυξης ενός παγκόσμιου σοσιαλιστικού οικονομικού συστήματος που θα υπερνικήσει τελικά το πρόβλημα της έλλειψης. Αντιτιθέμενα στον αγώνα για την παγκόσμια επανάσταση, που είναι ο μόνος τρόπος για να φτάσουμε σε αυτό το στάδιο, τα Σταλινικά καθεστώτα από τη Μόσχα μέχρι το Πεκίνο υπερασπίζονται την προνομιακή θέση του κυρίαρχου έθνους στις κοινωνίες τους.

Με την μεταπολεμική επέκταση της Σταλινικής εξουσίας στην Ανατολική Ευρώπη, ήταν τώρα οι «Κομμουνιστές» που ποδοπατούσαν τους Πολωνούς, τους Ούγγρους και άλλους. Από την αρχή, οι Τροτσκιστές έπρεπε να θέσουν τον αγώνα για τα εθνικά δικαιώματα και την προλεταριακή δημοκρατία στο κέντρο του προγράμματός τους για την πολιτική εξουσία της εργατικής τάξης, ώστε να υπερασπιστούν τα κεκτημένα της κοινωνικής επανάστασης και να τα επεκτείνουν διεθνώς. Αλλά αυτό ακριβώς είναι που η ΔΚΕ απέρριψε. Αντί να χρησιμοποιήσουμε το δυνατό αίσθημα της εθνικής καταπίεσης για να κινητοποιήσουμε την ανάγκη για πολιτική επανάσταση, απορρίψαμε τέτοιες προσδοκίες εξ ολοκλήρου ως αντεπαναστατικές, βαφτίζοντας τις εκφράσεις εθνικισμού από τους καταπιεζόμενους ως αντισημιτικές, κληρικές, αντι-­γυναικείες, φιλοναζιστικές κλπ. Αυτό ήταν σε πλήρη αντίθεση με τα διδάγματα της Ουγγαρίας το 1956, όταν μια αναπτυσσόμενη εργατική πολιτική επανάσταση πήρε τη μορφή μιας εθνικής εξέγερσης ενάντια στον Σταλινισμό.

Συνοψίζοντας την προοπτική της ΔΚΕ υπό το φως της πτώσης της Σοβιετικής Ένωσης, το κείμενο του Διε­θνούς Συνεδρίου του 1992 ανέφερε: «Η κατάρρευση της Σταλινικής τάξης πραγμάτων θα μπορούσε να οδηγήσει είτε προς την προλεταριακή πολιτική επανάσταση ή προς την καπιταλιστική αντεπανάσταση, ανάλογα με τη συγκυριακή πολιτική συνείδηση της εργατικής τάξης – τη σχετική δύναμη των σοσιαλιστικών προσδοκιών έναντι των αστικοδημοκρατικών ψευδαισθήσεων και του αντισοβιετικού εθνικισμού» (Spartacist [αγγλική έκδοση] τεύχος 47-­48, Χειμώνας 1992-­93). Αυτή η δήλωση πήρε μια βασική αλήθεια μόνο για να παρουσιάσει στη συνέχεια μια πλήρη αντιπαράθεση μεταξύ της σοσιαλιστικής συνείδησης και των αστικοδημοκρατικών προσδοκιών. Όταν οι Πολωνοί αντεπαναστάτες έκαναν μια απόπειρα για την εξουσία το 1981, ήταν σωστό για τη Σπαρτακιστική τάση να απαιτήσει: Σταματήστε την αντεπανάσταση της Αλληλεγγύης! Το ερώτημα ήταν πώς να το κάνουμε αυτό.

Αυτό που ήταν απαραίτητο ήταν να συγχωνευτούν οι σοσιαλιστικές προσδοκίες των εργατών και η υπεράσπιση των εθνικών τους δικαιωμάτων, ενάντια στους αντεπαναστάτες εθνικιστές και τους Σταλινικούς. Για να αποσπάσουν τους εργάτες από την Αλληλεγγύη, οι Τροτσκιστές έπρεπε να εξηγήσουν ότι το πρόγραμμά της θα τους παρέδιδε κατευθείαν στην ιμπεριαλιστική δουλεία, βαθαίνοντας την εθνική τους καταπίεση, καταστρέφοντας τα κοινωνικά κέρδη που προέκυψαν από την ανατροπή του καπιταλισμού και καταστρέφοντας επίσης την προοπτική της ένωσης των Πολωνών και Ρώσων εργατών στον κοινό αγώνα ενάντια στη Σταλινική κακοδιοίκηση. Οι Τροτσκιστές έπρεπε να αντιπαραθέσουν ένα επαναστατικό-­διεθνιστικό πρόγραμμα που να συνδέει το αίτημα για μια ανεξάρτητη πολωνική εργατική δημοκρατία με αιτήματα για την εκδίωξη του Γιαρουζέλσκι και των γραφειοκρατών του Κρεμλίνου και να ενώσει τους Πολωνούς και τους Σοβιετικούς εργάτες στον αγώνα ενάντια στον ιμπεριαλισμό.

Αρνούμενη να αναλάβει τον αγώνα κατά της εθνικής καταπίεσης, η Σπαρτακιστική τάση δεν μπορούσε να προωθήσει τίποτα κοντά σε αυτή την επαναστατική αμυντική προοπτική. Αντ’ αυτού το μόνο που μπορούσε να προσφέρει στις μάζες που δυσανασχετούσαν με την κυριαρχία της Μόσχας ήταν κενές εκκλήσεις για την «ιστορική ενότητα» των Πολωνών και Ρώσων εργατών σε συνδυασμό με πίστη στην άκαμπτη γραφειοκρατική κάστα του Κρεμλίνου ότι θα υπερασπιστεί το εργατικό κράτος. Καθώς τα Σταλινικά καθεστώτα της Πολωνίας και της Σοβιετικής Ένωσης κινήθηκαν για να σταματήσουν την Αλληλεγγύη, η Σπαρτακιστική τάση αναποδογύρισε τον Τροτσκιστικό αμυντισμό δηλώνοντας:

«Αν οι Σταλινικοί του Κρεμλίνου, με τον αναγκαστικά βάναυσο, ηλίθιο τρόπο τους, επέμβουν στρατιωτικά για να τη σταματήσουν, θα το υποστηρίξουμε. Και αναλαμβάνουμε εκ των προτέρων την ευθύνη· ανεξάρτητα από τις ηλιθιότητες και τις θηριωδίες που θα διαπράξουν, δεν διστάζουμε να υπερασπιστούμε τη συντριβή της αντεπανάστασης της Αλληλεγγύης».

— «Σταματήστε την Αντεπανάσταση της Αλληλεγγύης», WV τεύχος 289, 25 Σεπτεμβρίου 1981

Αυτή ήταν μια δήλωση πολιτικής υποστήριξης προς τη Σταλινική γραφειοκρατία, εντελώς αντίθετη με την κινητοποίηση των εργατών στην ΕΣΣΔ και την Πολωνία για να αποσπάσουν την πολιτική εξουσία από τους Σταλινικούς, των οποίων ολόκληρο το πρόγραμμα υπονόμευε την υπεράσπιση και των δύο εργατικών κρατών.

Ως «θεωρητική» δικαιολογία για τη συνθηκολόγησή της με τον Σταλινισμό στο εθνικό ζήτημα, η ΔKΕ δήλωσε επανειλημμένα ότι η αυτοδιάθεση και άλλα δημοκρατικά ζητήματα υποτάσσονταν στην υπεράσπιση των εργατικών κρατών, ένα «ταξικό ζήτημα». Σίγουρα, υπάρχουν πολλά ιστορικά παραδείγματα δυνάμεων που υποστηρίζονται από τους ιμπεριαλιστές και υψώνουν το εθνικο­δημοκρατικό λάβαρο ως σημείο συσπείρωσης για την αντεπανάσταση, όπως έκαναν οι Μενσεβίκοι στη Γεωργία κατά τη διάρκεια του Ρωσικού Εμφυλίου Πολέμου. Σε τέτοιες περιπτώσεις, η υπεράσπιση του εργατικού κράτους είναι η πρωταρχική ανάγκη της στιγμής, αν και αυτό δεν διαγράφει την πραγματικότητα της εθνικής καταπίεσης και την ανάγκη καταπολέμησής της. Ωστόσο, η ΔΚΕ έκανε κατάχρηση αυτής της ιστορίας για να απορρίψει συνολικά (in toto) τον αγώνα για δημοκρατικά και εθνικά δικαιώματα στα εργατικά κράτη. Αυτό ήταν αντίθετο με τον αγώνα του Λένιν για την εξάλειψη κάθε ίχνους Μεγαλορωσικού σοβινισμού στο σοβιετικό εργατικό κράτος. Ήταν στη Γεωργία λίγο μετά την ήττα των Μενσεβίκων που ο Λένιν έδωσε τον «τελευταίο του αγώνα», ενάντια στον Στάλιν και τους συνεργάτες του που ποδοπατούσαν άγρια τα βαθιά ριζωμένα γεωργιανά παράπονα ενάντια στη ρωσική καταπίεση. Σε αυτό που θα μπορούσε να είναι μια πολεμική εναντίον της ΔΚΕ, ο Λένιν έγραψε:

«Είναι απαραίτητο να ξεχωρίσουμε τον εθνικισμό του έθνους που καταπιέζει από τον εθνικισμό του έθνους που καταπιέζεται, τον εθνικισμό του μεγάλου έθνους από τον εθνικισμό του μικρού έθνους....

«Ο γεωργιανός [αναφερόμενος στον Στάλιν και τον Ορτζονικίτζε] που περιφρονεί την πλευρά αυτή του ζητήματος, ρίχνει περιφρονητικά κατηγορίες για “σοσιαλεθνικισμό (ενώ ο ίδιος είναι ένας πραγματικός και αληθινός όχι μόνο “σοσιαλεθνικός”, αλλά και σκαιός μεγαλορώσος ντερζιμόρντα). Ο γεωργιανός αυτός ουσιαστικά παραβιάζει τα συμφέροντα της προλεταριακής ταξικής αλληλεγγύης, γιατί τίποτε δεν καθυστερεί τόσο την ανάπτυξη και τη στερέωση της προλεταριακής ταξικής αλληλεγγύης, όσο η εθνική αδικία, και για τίποτε άλλο δεν είναι τόσο ευαίσθητοι οι “προσβλημένοι” πολίτες άλλων εθνοτήτων, όσο όταν θίγεται το αίσθημα της ισότητας και όταν παραβιάζεται αυτή η ισότητα από τους συντρόφους τους προλετάριους, έστω και από αμέλεια, έστω ακόμη και με τη μορφή αστείου. Να γιατί στην περίπτωση αυτή καλύτερα να το παρακάνουμε λίγο στο ζήτημα της υποχωρητικότητας και της ηπιότητας προς τις εθνικές μειονότητες, παρά να μισοεφαρμόζουμε αυτές τις αρχές. Να γιατί στην περίπτωση αυτή το ζωτικό συμφέρον της προλεταριακής αλληλεγγύης και συνεπώς και της προλεταρια­κής ταξικής πάλης απαιτεί να μη φερνόμαστε ποτέ τυπικά απέναντι στο εθνικό ζήτημα, αλλά πάντοτε να παίρνουμε υπόψη μας την υποχρεω­τική διαφορά ανάμεσα στον προλετάριο του έθνους που καταπιέζεται (ή του μικρού) και στον προλετάριο του έθνους που καταπιέζει (ή του μεγάλου)».

— «Σχετικά με το Zήτημα των Eθνοτήτων ή της “Aυτονόμισης”» (Δεκέμβριος 1922)

Σε αντίθεση με τον αγώνα του Λένιν, το μάθημα που άντλησε η ΔΚΕ από την αντεπανάσταση ήταν να επιμείνει ακόμα περισσότερο στην καταδίκη όλων των εκφράσεων του εθνικού αισθήματος στα εργατικά κράτη ως αντεπαναστατικών. Αυτό ήταν το πλαίσιο για το κείμενο που υιοθετήθηκε από τη Διεθνή Εκτελεστική Επιτροπή (ΔΕΕ) τον Οκτώβριο του 1993 απορρίπτοντας το κάλεσμα του Τρότσκι για την ανεξαρτησία της Σοβιετικής Ουκρανίας (βλ. «Για την Υποστήριξη του Τρότσκι για μια Ανεξάρτητη Σοβιετική Ουκρανία», Spartacist [αγγλική έκδοση] τεύχος 49-­50, Χειμώνας 1993-­94). Ο Τρότσκι έθεσε αυτό το αίτημα ως επείγον καθώς πλησίαζε ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος, με στόχο να διοχετεύσει τα δίκαια εθνικά αισθήματα των ουκρανικών μαζών που υπέφεραν από τη βάναυση καταπίεση κάτω από τη μπότα του Στάλιν τόσο προς την πολιτική επανάσταση στη Σοβιετική Ένωση όσο και προς τη σοσιαλιστική επανάσταση στις δυτικές περιοχές της Ουκρανίας, που τότε βρίσκονταν υπό καπιταλιστική εξουσία. Προέτρεψε ρητά τους Μπολσεβίκους-­Λενινιστές (Τροτσκιστές) να υπερασπιστούν αυτόν τον αγώνα ως αναγκαίο για την υπεράσπιση και την επέκταση των κατακτήσεων του Οκτώβρη ενάντια στους χιτλερικούς και άλλους αντεπαναστατικούς υποστηρικτές του ουκρανικού εθνικισμού.

Η ΔΚΕ δεν ήθελε τίποτα από αυτά. Το κείμενο της ΔΕΕ σεμνότυφα περιέγραφε την απόρριψη του καλέσματος του Τρότσκι με όρους εμπειρικής αξιολόγησης της κατάστασης το 1939 – π.χ., ο Τρότσκι «υπερεκτίμησε την αντισοβιετική στάση των ουκρανικών μαζών», ενώ οι φιλοναζιστές Ουκρανοί εθνικιστές «δεν μπόρεσαν ποτέ να αποκτήσουν μαζικά ακόλουθους». Επίσης, παραποίησε κατάφωρα τη θέση του Τρότσκι, υπονοώντας ότι υποστήριζε μια πολιτική επανάσταση «εθνικά περιορισμένη στην Ουκρανία», ενώ όπως γράψαμε, αυτή θα έπρεπε «από την αρχή να επεκταθεί, οδηγώντας σε έναν αποφασιστικό αγώνα ενάντια στη Σταλινική γραφειοκρατία σε όλη την ΕΣΣΔ». Αλλά ακριβώς για να προωθηθεί η πολιτική επανάσταση στην ΕΣΣΔ και η σοσιαλιστική επανάσταση στη Δύση, ο Τρότσκι απαιτούσε μια ανεξάρτητη Σοβιετική Ουκρανία!

Η καταληκτική ενότητα του κειμένου καθιστά σαφές ότι σκοπός των μεροληπτικών του επιχειρημάτων ήταν να αντιταχθεί σε όλα τα αιτήματα για αυτοδιάθεση που στρέφονταν ενάντια στη Σταλινική καταπίεση. Σημειώνει ότι τα εθνικά κινήματα που ξέσπασαν στα τελευταία χρόνια της Σοβιετικής Ένωσης «από την αρχή οργανώθηκαν, προωθήθηκαν και καθοδηγήθηκαν από ανοιχτά φιλοκαπιταλιστικές και φιλοϊμπεριαλιστικές δυνάμεις» και «θεωρήθηκαν καθολικά ως μέσο για την επίτευξη της αποκατάστασης του καπιταλισμού και για την ενσωμάτωση στη δυτική ιμπεριαλιστική τάξη πραγμάτων». Αλλά γι’ αυτό το λόγο οι Τροτσκιστές είχαν καθήκον να διεξάγουν έναν κομμουνιστικό αγώνα για τα εθνικά δικαιώματα των λαών της Ανατολικής Ευρώπης και των δημοκρατιών που αποτελούσαν τη Σοβιετική Ένωση, επιδιώκοντας να αποσπάσουν τις μάζες από όλες τις φιλοϊμπεριαλιστικές δυνάμεις και να τις κερδίσουν σε ένα προλεταριακό-­διεθνιστικό πρόγραμμα.

Είναι ζωτικής σημασίας η ΔΚΕ να αντιστρέψει την αποκήρυξη του καλέσματος του Τρότσκι για μια ανεξάρτητη Σοβιετική Ουκρανία. Αυτό δεν είναι απλώς ένα θέμα ιστορικής καταγραφής. Στην Κίνα, οι ιμπεριαλιστές έχουν εκμεταλλευτεί εδώ και καιρό τον καταπιεστικό σοβινισμό των Χαν που προάγεται από το ΚΚΚ κατά των Θιβετιανών, των Ουιγούρων και άλλων για να προωθήσουν την ανατροπή του εργατικού κράτους. Χρειάζεται επειγόντως η προγραμματική προσέγγιση του Τρότσκι για να παρέμβουμε ώστε να διοχετεύσουμε τα εθνικά παράπονα των Θιβετιανών και των Ουιγούρων μακριά από τους αντιδραστικούς και μέσα στο ισχυρό ρεύμα της προλεταριακής εναντίωσης στη Σταλινική εξουσία, υπερασπιζόμενοι το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης ως μοχλό πολιτικής επανάστασης για την υπεράσπιση και την επέκταση των κατακτήσεων της Επανάστασης του 1949.

Από την άλλη πλευρά, δεν αρκεί απλώς να καταγγέλλουμε τους Σταλινικούς ως «εθνικιστές», όπως έκανε συχνά η παλιά μας προπαγάνδα· αυτό που είναι απαραίτητο είναι να επισημάνουμε ότι μόνο μια Τροτσκιστική ηγεσία μπορεί να ενώσει πλειοψηφικούς και μειονοτικούς πληθυσμούς σε έναν κοινό αγώνα ενάντια στην εθνική καταπίεση, τον Σταλινισμό, την αντεπανάσταση και τον ιμπεριαλισμό. Οι κινεζικές μάζες, όπως και οι μάζες των άλλων παραμορφωμένων εργατικών κρατών που εξακολουθούν να υπάρχουν, είναι οικονομικά υποταγμένες και κάτω από το όπλο του ιμπεριαλισμού και ο εθνικισμός τους είναι μια αντίδραση ενάντια σε αυτή την καταπίεση. Σε αυτές τις κοινωνίες, οι Σταλινικοί παρουσιάζονται ως υπερασπιστές του έθνους ενάντια στον ιμπεριαλισμό. Αλλά ενώ η δημιουργία των εργατικών κρατών αποτελούσε ποιοτικά βήματα για να τεθούν οι βάσεις για την πραγματική εθνική απελευθέρωση, αυτή η απελευθέρωση παρεμποδίζεται σε κάθε βήμα από τις Σταλινικές γραφειοκρατίες και την εξάρτησή τους από την «ειρηνική συνύπαρξη» με τον ιμπεριαλισμό. Εν ολίγοις, ο Σταλινισμός δεν είναι ένα πρόγραμμα για την εθνική απελευθέρωση.


Στα μέσα της δεκαετίας του 1970 η Σπαρτακιστική τάση αμφισβητήθηκε για το πρόγραμμά της σχετικά με το εθνικό ζήτημα και τον ιμπεριαλισμό από τον Edmund Samarakkody του Επαναστατικού Εργατικού Κόμματος (RWP) της Σρι Λάνκα. Σε σημαντικές επιστολές του ο Samarakkody εντόπισε σωστά βασικές ελλείψεις στο πρόγραμμά μας, επισημαίνοντας την αποτυχία μας να διακρίνουμε μεταξύ καταπιεζόμενων και καταπιεστικών εθνών, την «μονόπλευρη ταύτιση συμφερόντων μεταξύ των ιμπεριαλιστών και της ντόπιας αστικής τάξης» και την άρνησή μας ότι ο ιμπεριαλισμός είναι ο «κύριος εχθρός της παγκόσμιας εργατικής τάξης». Η επιστολή του το 1975 εξηγούσε:

«Από τη σωστή Λενινιστική-­Τροτσκιστική θέση ότι οι εθνικές αστικές τάξεις είναι πράκτορες του ιμπεριαλισμού, η ΣΕ [Σπαρτακιστική Ένωση – SL] βγάζει το λάθος συμπέρασμα ότι δεν υπάρχει καμία αντίφαση μεταξύ των εθνικών αστικών τάξεων ή τέτοιων φεουδαρχών-­καπιταλιστών ηγετών και των ιμπεριαλιστών. Έτσι, η ΣΕ συμπεραίνει ότι ο πράκτορας του ιμπεριαλισμού – ­η εθνική αστική τάξη – σε μια καταπιεζόμενη χώρα είναι η ίδια ιμπεριαλιστική και ότι ο μόνος αγώνας στις αποικιακές και ημιαποικιακές χώρες είναι ο αντικαπιταλιστικός αγώνας, ότι δεν υπάρχει αντιιμπεριαλιστική πάλη».

— «Εθνικό Ζήτημα: Διαφορές Μεταξύ RWP-­SL/U.S.», 31 Οκτωβρίου 1975, Διεθνές Δελτίο Συζήτησης τεύχος 7 (Μάρτιος 1977)

Τα πολιτικά συμπεράσματα που έβγαλε ο Samarakkody για την Ιρλανδία, το Ισραήλ, την Κύπρο και το Κεμπέκ ήταν λανθασμένα και είχαμε και άλλες διαφωνίες με το RWP. Παρ’ όλα αυτά, ήταν ουσιαστικά σωστός στην κριτική που άσκησε στη μέθοδό μας σε αυτό το ζήτημα. Η πρόκλησή του ήταν μια ευκαιρία για τη Σπαρτακιστική τάση να επαναπροσανατολιστεί θεμελιωδώς, αλλά αντί γι’ αυτό, επιμείναμε περισσότερο στη ρεβιζιονιστική μας πορεία, αποκλείοντας τους εαυτούς μας από μια πιθανή συγχώνευση με αυτή την ομάδα και από τον ίδιο τον νεοαποικιακό κόσμο.

Μόνο με τον αγώνα για το εθνικό ζήτημα το 2017 αυτό το πλαίσιο δέχτηκε το πρώτο του χτύπημα (βλ. Spartacist [αγγλική έκδοση] τεύχος 65, Καλοκαίρι 2017 και Ο Μπολσεβίκος τεύχος 3, Οκτώβριος 2017). Ανέτρεψε δεκαετίες σοβινιστικής προπαγάνδας στο Κεμπέκ και αλλού και έθεσε, για πρώτη φορά, την κρίσιμη κατανόηση ότι ο αγώνας για την εθνική απελευθέρωση είναι κινητήρια δύναμη για την επανάσταση. Αλλά το πολιτικό περιεχόμενο της πάλης του 2017 ήταν θεμελιω­δώς ελαττωματικό. Κατ’ αρχάς διαμορφώθηκε από την αυταπάτη ότι ο ιστορικός ηγέτης της τάσης μας Τζιμ Ρόμπερτσον είχε μια σωστή προσέγγιση του εθνικού ζητήματος και ως εκ τούτου διατηρήθηκαν πολλές θέσεις αντίθετες προς τη διαρκή επανάσταση. Δεύτερον, δεν μπορεί να γίνεται λόγος για «Λενινισμό στο εθνικό ζήτημα» χωρίς να βάλεις μπροστά την ανάγκη για κομμουνιστική ηγεσία στην πάλη για την εθνική απελευθέρωση. Εφόσον το ζήτημα αυτό δεν έπαιξε κανένα ρόλο στον αγώνα του 2017, το παλιό πρόγραμμα απλά αντικαταστάθηκε από μια παραλλαγή του φιλελευθερισμού πιο ευνοϊκή για τα καταπιεζόμενα έθνη. Τελευταίο, και πιο σημαντικό, οι συζητήσεις που συγκλόνισαν το κόμμα για πάνω από έξι μήνες ήταν εντελώς αποκομμένες από όλα όσα συνέβαιναν στον κόσμο εκείνη την εποχή. Έτσι, το Έβδομο Διεθνές Συνέδριο της ΔΚΕ δεν έκανε τίποτα για να καθοδηγήσει το κόμμα στις παρεμβάσεις του στον κόσμο.

Ο ρεβιζιονισμός της Σπαρτακιστικής τάσης για τη διαρκή επανάσταση έχει παρεμποδίσει σημαντικά ολόκληρη τη δουλειά μας προς τις καταπιεζόμενες χώρες. Αν έχουμε επανεξετάσει και διορθώσει τόσο μεγάλο μέρος της ιστορίας μας, είναι επειδή αυτό αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για να παλέψουμε για την επαναστατική ηγεσία στο μεγαλύτερο μέρος του κόσμου. Πετάμε την αμβλεία σεχταριστική μας λεπίδα και την αντικαθιστούμε με το κοφτερό πρόγραμμα του Λενινισμού. Το καθήκον είναι τώρα να το χειριστούμε. Όπως προειδοποιούσε ο Τρότσκι:

«Μπορεί να θεωρηθεί ως νόμος ότι η “επαναστατική” οργάνωση που στην ιμπεριαλιστική μας εποχή είναι ανίκανη να βυθίσει τις ρίζες της στις αποικίες είναι καταδικασμένη να φυτοζωεί άθλια».

— «Ένα Φρέσκο Δίδαγμα», (Οκτώβριος 1938) (δική μας μετάφραση)